(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: αν και δόθηκε άτυπα λήξη στο θέμα, επιτρέψτε μου να πω ορισμένες σκέψεις, επειδή έκανα ολονύκτιο κόπο και έρευνα να τις συγκεντρώσω, αν μη τι άλλο, διότι περιέχουν θεωρητικά σημεία για την ερμηνεία των ύμνων που έχουν ορισμένο ενδιαφέρον).
1. ΓΕΝΙΚΑ
Η αίσθηση που έχω ότι είναι ότι ο εκκλησιαστικός ποιητής κινείται μέσα στις φόρμες και τα λεκτικά σχήματα που έχουν παγιωθεί. Δεν τον συμφέρει εκκλησιαστικά η καινοτομία, γιατί ξενίζει. Η ανάδευση στο δόκιμο και το οικείο είναι μια κατοχύρωση εγκυρότητας. Γι' αυτό και η ποίηση αυτή είναι πολύ συμπαγής, χωρίς πολλή πρωτοτυπία (θαρρεί κανείς μερικές φορές πως όλοι οι κανόνες γράφτηκαν από τον ίδιο ποιητή). Παρόλα αυτά είναι ποίηση με πολλή ευαισθησία. Μια θάλασσα χωρίς πλάτος, αλλά με πολύ βάθος.
Μην το θεωρήσετε αυτό ποιοτικό έλλειμμα. Κάθε άλλο: είναι η ταύτιση, σχεδόν σύντηξη του υμνωδού μέσα στη συλλογική αισθητική της εκκλησιαστικής ποίησης. Και αν τονίζω αυτά τα θεωρητικοαισθητικά είναι γιατί έχουν εφαρμογή σε όλες τις εκκλησιαστικές τέχνες, μη εξαιρουμένης της μουσικής, τόσο ως σύνθεσης όσο και ως ερμηνείας.
2. ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ
Προτείνω και γενικώς εφαρμόζω δύο αρχές, σχεδόν σαν αξιώματα, στην κατανόηση των λεγόμενων "δύσκολων χωρίων".
α)
ο ποιητής κινείται σε οικείο πολιτισμικά χώρο.
Αυτός ο χώρος έχει δύο επίπεδα / στρώματα: το
άμεσο και το
έμμεσο.
Άμεσο είναι η ίδια η υμνογραφία, των προ αυτού και των συγχρόνων του. Το
έμμεσο είναι η γενικότερη εκκλησιαστική σκέψη, όπως εκφάστηκε από τους πατέρες (εννοούμε κυρίως τους Καππαδόκες πατέρες, που και χρονικά αλλά και λόγω της αυθεντίας τους διαμόρφωσαν κυρίως τη βασική εκφραστική υποδομή της υμνογραφίας).
Γι’ αυτό δεδομένου ότι ο ποιητής κινείται σε πολιτισμικά οικείο χώρο, η πρώτη μου κίνηση πάντα θέλοντας να ερμηνεύσω ένα χωρίο είναι να ψάχνω για ανάλογα χωρία μέσα στην ίδια την υμνογραφία. (Αυτό είναι και τεχνολογικά εφικτό έχοντας κανείς τα αρχεία της υμνογραφίας σε ψηφιακή μορφή). Η δεύτερη είναι να ψάχνω για ανάλογες χρήσεις στα πατερικά κείμενα.
β)
ο ποιητής αποφεύγει τη φιλολογική εκζήτηση
Αυτό συμβαίνει γιατί δεν απευθύνεται μόνος στον Θεό, αλλά ως φωνή του σώματος της Εκκλησίας. Η φωνή του πρέπει να είναι κατανοητή και γνώριμη. Προσοχή όμως εδώ: δεν σημαίνει αυτό ότι αποφεύγει την
ποιητική εκζήτηση, αποφεύγει όμως τη
φιλολογική εκζήτηση. Μπορει να λέει κάτι με τον πιο ποιητικά περίτεχνο τρόπο, όπως:
Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος επεπόλευσε ποτέ
(εννοώντας απλά ότι φάνηκε ο βυθός της θάλασσας)
αλλά δεν θα ξεθάψει ποιητικές λέξεις και φράσεις ακατανόητες μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει. Διότι η μη κατανόηση είναι αντίθετη με τον
λειτουργικό σκοπό αυτής της ποίησης που προορίζεται για μέσο προσευχής.
Δημιουργείται έτσι μια ποίηση ναι μεν ενίοτε πολύ
περίτεχνη και εξεζητημένη, αυτό που θα λέγαμε ποίηση με "υψηλό ύφος", αλλά ποτέ
σκοτεινή. Αντίθετα δηλαδή από ότι συμβαίνει στη σύγχρονη ποίηση, δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό στην υμνογραφία. Δύσκολο ναι -αλλά είναι κάτι διαφορετικό αυτό.
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αυτή η παρατήρηση είναι πιο σημαντική από όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Δείχνει ότι η λογιότητα αντλείται περισσότερο μέσα από την εκκλησιαστική παιδεια και λιγότερο με απευθείας αναγωγή στην αρχαιότητα. Δηλαδή μπορεί να φαίνεται στην υμνογραφία μια παροιμιώδης αρχαιογνωσία, αλλά αυτή κατακτάται και βιώνεται μέσα από την εκκλησιαστική παιδεία. Σπάνιες λέξεις και φράσεις δεν επιλέγονται ως δείγματα αρχαιογνωσίας. Η περίπτωση του Ιωάννη του Δαμασκηνού και των Ιαμβικών Κανόνων ή του Νικοδήμου του Αγιορείτου είναι εντελώς ιδιάζουσα. Αλλά αυτά ανήκουν σε άλλη ενότητα)
3. Η ΛΕΞΗ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ
Ψάχνοντας στην υμνογραφία για τη λέξη
σκῆψις συναντάμε το πρώτο πρόβλημα: η λέξη απαντά μόνο μία φορά σε κανονα του Τριωδίου:
Ἀδέκαστός σου ἡ κρίσις, ἀλάθητόν σου τὸ Βῆμα τεχνολογίας,
οὐ ρητόρων πιθανότης κλέπτουσα, ού μαρτύρων σκῆψις παρακρούουσα τό δίκαιον
Είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τι σημαίνει η λ.
σκήψις στο τροπάριο αυτό: τα
άλλοθι που παρέχουν οι μάρτυρες μιας δίκης στον κατηγορούμενο.
Αυτή η σπανιότητα της χρήσης της λέξης αρχικά με απογοήτευσε ως προς την έννοια του
πολιτισμικά οικείου. Ο ποιητής λοιπόν ανέσυρε από την αρχαιότητα μια λέξη που σημαίνει «πρόφαση, άλλοθι»; Θα έπρεπε λοιπόν να αναχθούμε στα αρχαία κείμενα, για να δούμε αν ο ποιητής όντως ξεθάβει κάποια αρχαία σημασία/χρήση. Αλλά επειδή είναι ισχυρό το δεύτερο κριτήριο (
αποφυγή εκζήτησης) άρχισα να σκέφτομαι ότι πιθανόν εδώ να υπάρχει
κατάλοιπο μια σημασίας που δεν ξεθάφτηκε ποτέ,
αλλά απλώς υπήρχε λανθάνουσα (την οποία ο ποιητής προσάρμοσε λεκτικά κάνοντας ένα είδος "νοηματικού νεολογισμού"). Αυτή θα μπορούσε να είναι η συνηθισμένη στην αρχαία γραμματεία (κυρίως την τραγωδία) έννοια του ΕΝΣΚΗΠΤΩ ("πέφτω αιφνιδιαστικά"). Δηλαδή ο ποιητής θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τη λέξη
σκήψις ως αυτοσχέδιο παράγωγο του «ενσκήπτω» (δεδομένου ότι δεν υπάρχει λέξη
ένσκηψις και ότι ο ποιητής χρειάζεται μια δισύλλαβη λέξη). Έτσι, όπως η λέξη
ενσκήπτω σημαίνει "επέρχομαι βίαια, ορμητικά, αιφνιδιαστικά" έτσι και η λέξη
σκήψις θα δήλωνε ορμητική επέλευση. Αυτό δεν είναι ασύμβατο με το νόημα του ύμνου:
την σκῆψιν τῆς προδοσίας γινώσκων = γνωρίζοντας την έφοδο / έλευση της προδοσίας ή αλλιώς την επερχόμενη προδοσία
Μπορεί λοιπόν να παραβιάζεται το πρώτο κριτήριο
(πολιτισμικά οικείο πεδίο), αλλά όχι το δεύτερο (
αποφυγή εκζήτησης).
4. Η ΛΕΞΗ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
Μετά όμως σκέφτηκα να κοιτάξω τη χρήση της λέξης στην πατερική γραμματεία. Εκεί η έρευνα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική, γιατί φανερώνει ότι τη λέξη αυτή ανέσυρε και καθιέρωσε σε ένα σχεδόν παγιωμένο λεξικό σύνταγμα με τη λέξη "πρόφασις" ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Δεν ξέρω πώς και από πού την ανέσυρε, αν την πήρε από κάπου τη σύναψη αυτή ή την επινόησε (είναι γνωστή η υψηλή φιλολογική του παιδεία, επίσης δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιεί τη λέξη σε ποιητικά του κείμενα και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος). Πάντως την χρησιμοποιεί με εντελώς ιδιάζοντα τρόπο σχεδόν σαν παροιμία μαζί με τη λέξη πρόφασις (εννοώντας περίπου αυτό που λέμε και σήμερα: "αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις"). Παραθέτω λίγα μόνο από τα πολλά χωρία του:
- Είς τον Λάζαρον (Vol 48, pg 995, ln 17): Ἀλλὰ τὰ τῶν σημείων καὶ θαυμάτων καὶ ἱστοριῶν οὐχὶ καὶ τῷ τυχόντι γνώριμα καὶ σαφῆ; Σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις καὶ νωθείας παρακαλύμματα.
- Εἰς τὸν ἅγιον Βαβύλα (Vol 50, pg 532, ln 6):. Ὅτι γὰρ σκῆψις ταῦτα, καὶ πρόφασις ἦν, καὶ τὸν μακάριον ἐδεδοίκει Βαβύλαν, δῆλον ἐξ ὧν ὁ βασιλεὺς ἔπραξε·
- Εἰς τὸν Παράλυτον (Vol 51, pg 57, ln 18): ἕτερον ἦλθον θεραπευθῆναι πάθος, καὶ ἕτερον αὐτὸς θεραπεύει; Σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις, καὶ ἀσθενείας προκαλύμματα.
- Ἐπιστολή εἰς Ὀλυμπιάδα (Epistle 10, section 11, line 2): Ταῦτα δὲ ὁ νομοθέτης ἔγραψεν, ὡς ἔγωγε οἶμαι, οὐ τὸ ὂν διηγούμενος, ἀλλὰ τοῦ πατρὸς τὴν σκῆψιν καὶ τὴν πρόφασιν.
- (Epistle 8, section 3, line 12): Εἰ δὲ πάλιν μοι τὰ αὐτὰ λέγεις ὅτι «βούλομαι μέν, οὐκ ἰσχύω δέ», πάλιν σοι καὶ ἐγὼ τὰ αὐτὰ ἐρῶ ὅτι «σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις».
- Είς τὴν Γένεσιν (Vol 53, pg 309, ln 31): Οὐδὲν οἶδα· ἕτερος εἰργάσατο, οὐκ ἐκοινώνησα τῆς ἀδικίας. Σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις.
- Εἰς τὴν Ἄνναν (Vol 54, pg 660, ln 53): Ἵνα δὲ μάθητε, ὅτι καὶ ταῦτα σκῆψις καὶ πρόφασις καὶ ῥᾳθυμίας ἐστὶ παραπετάσματα,
- Εἰς τὸ Κατά Ἰωάννην (Vol 59, pg 78, ln 24): Ἔπειτα ὅτι σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις, κατηγορήσαιεν ἂν αὐτῶν καὶ φίλων συνουσίαι, καὶ αἱ ἐν τοῖς θεάτροις διατριβαὶ, καὶ τὰ συνέδρια,
- Αυτόθι (Vol 59, pg 410, ln 28): Ἀλλ' ἀπὸ τοῦ σώματος ταῦτα τίκτεται, φησί. Σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις ψευδής.
- Εἰς τὰς πράξεις (Vol 60, pg 203, ln 38): Ἀλλὰ κέκμηκα, φησὶ, μεθ' ἡμέραν πολλὰ, καὶ οὐ δύναμαι. Σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις·
- Εἰς τῆν ἐπιστολήν Πρός Ρωμαίους (Vol 60, pg 394, ln 46): Τίνα οὖν ἕξομεν ἀπολογίαν ἡμεῖς, οὐδὲ εἴκοσιν ἀρκοῦντες ὀνόμασιν, οὐδὲ τοῖς συνοικοῦσιν ὄντες χρήσιμοι; Σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις·
- Εἰς τῆν ἐπιστολήν Πρός Κορινθίους (Vol 61, pg 361, ln 3): Δι' αὐτὸ γὰρ τοῦτο κόπτομαι, φησὶν, ὅτι ἁμαρτωλὸς ἀπῆλθε. Σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις.
- Εἰς τῆν ἐπιστολήν Πρός Θεσσαλονικεῖς (Vol 62, pg 459, ln 2): Καίτοι τὸ μὲν πεινῇν οὐδὲ αἰσχύνην ἔχει, οὐδὲ ἔγκλημα· τὸ δὲ ἑτέρους περιβάλλειν τούτοις, οὐκ αἰσχύνην μόνον, ἀλλὰ καὶ κόλασιν ἐπιφέρει τὴν ἐσχάτην. Σκῆψις πάντα ταῦτα καὶ λόγοι καὶ φλυαρίαι.
- Ἐπιστολὴ πρὸς Κυριακόν (epist. 125 + recensiones, Version or recension 2, line 480): Ταῦτα δὲ ὁ νομοθέτης ἔγραψεν, ὡς ἔγωγε οἶμαι, οὐ τὸ ὂν διηγούμενος, ἀλλὰ τοῦ πατρὸς τὴν σκῆψιν καὶ τὴν πρόφασιν.
Αυτό που μου δείχνει όλο αυτό είναι ότι ο άγιος Χρυσόστομος τονίζοντας πολύ την έννοια των "προφάσεων εν αμαρτίαις" καθιέρωσε περίπου ως παροιμία τη χρήση «σκῆψις ταῦτα καὶ πρόφασις» (δεν είναι μόνος που χρησιμοποιεί τη λέξη, αλλά ο μόνος που τη χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο και σε τέτοια συχνότητα. Χρησιμοποιείται π.χ. και από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, αλλά έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, χωρίς να είναι απόλυτο αυτό, ότι από τον Χρυσόστομο το διδάχτηκε) με αποτέλεσμα να είναι εντελώς οικεία στον υμνογράφο. Όπως φαίνεται βέβαια ο ερρανισμός αυτός είναι περιπτωσιακός και δεν επέδωσε και στη συνέχεια. Δεν απαντά η λέξη παρά μόνο δύο φορές στη γνωστή υμνογραφία, όπως είδαμε.
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Συνοψίζοντας: λόγω της σχεδόν παροιμιακής χρήσης της φράσης (στον άγιο Χρυσόστομο) ο ποιητής είχε στο "έμμεσο πολιτισμικά οικείο πεδίο" του τη λέξη
σκήψις με τη σημασία: "πρόφαση, λαβή, άλλοθι". Το μόνο που μένει να δει κανείς είναι αν μπορεί να δέσει αυτό με τον ύμνο.
Εδώ το ίδιο το κείμενο καθορίζει το πλαίσιο της ερμηνείας του, αρκεί να έχουμε υπόψη το κεντρικό σημείο του ύμνου που είναι ΕΛΕΓΧΟΣ του Κυρίου προς τον Ιούδα. Αυτό που λέει ο ύμνος είναι ότι:
Ο Κύριος ήλεγξε τον Ιούδα παρόλο που ήξερε ότι έτσι του έδινε πρόσχημα για την προδοσία.
Οι μετοχές
διατρέφων (τοὺς μαθητὰς) και
γινώσκων (τὴν σκῆψιν) συνδέονται παρατακτικά αλλά δεν έχουν την ίδια σημασία (εδώ ίσως είναι το μπέρδεμα του κ. Μαούνη και πολλών από μας). Η μετοχή
διατρέφων είναι χρονική (την ώρα που έτρεφε), ενώ η μετοχή
γινώσκων εναντιωματική (αν και γνώριζε). (ΣΗΜ: Αυτή η ασυμμετρία δεν είναι άγνωστη στην αρχαία και νεότερη γραμματεία. Πληροφοριακά, ο μέγας μάστοράς της είναι ο Θουκυδίδης).
Επιχειρώ μια απόδοση του νοήματος αυτού του υπέροχου πραγματικά ύμνου σε ελαφρώς έμμετρη μορφή (κατά το ειωθός).