Ἐδῶ δίνεις τήν εὐκαιρία, ἀγαπητέ Χρῆστο, νά εἰπωθοῦν πολύ σημαντικά πράγματα.
Ἀφήνουμε τήν ἰδιάζουσα περίπτωση τῆς 13ης Σεπτεμβρίου, πού ὅμως κατ᾿ ἀναλογίαν προεορτίων ἤ μεθεόρτων δεσποτικῆς ἑορτῆς καί μνήμης ἑορταζομένου ἁγίου, ἄς ἐκλάβουμε τά ἐγκαίνια ὡς μνήμη ἁγίου καί τά προεόρτια ὡς δεσποτική ἑορτή.
Ὁ Μ. Θεοδωράκης ἔχει πεῖ ὅτι οἱ ἀρχέτυπες διατάξεις μᾶς λύνουν πολλά προβλήματα.
Ἀναφορικά μέ τήν φαινομενική ἐντύπωση πού ἔχουμε ὅτι στά ἀπολυτίκια ἕπεται τό τῆς ἑορτῆς —δεσποτικῆς ἤ θεομητορικῆς [αἵτινες σημειωτέον μετέχουν καί δεσποτικῆς ἀξίας· διά τοῦτο καί θεοτοκία «ἕπονται» κατά τίς ἄλλες ἡμέρες]—, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ὅπως ἡ στιχολογία τοῦ Κύριε ἐκέκραξα ἤ ἡ στιχολογία τῶν «εἰς τόν στίχον» ἤ «ἀπό στίχου» ἤ τῶν ἀποστίχων ἤ ἡ στιχολογία τῶν αἴνων, ἔτσι καί ἡ στιχολογία τῶν ἀπολυτικίων (γιατί περί αὐτοῦ πρόκειται, ἀσχέτως ἄν ἔχουν ἐκπέσει οἱ στίχοι) μετά τά παρεμβαλλόμενα τροπάρια διαφόρων ἑορτῶν ἤ μνημῶν κατά λογικήν σειράν, κατακλείονται ἤ ἐπισφραγίζονται μέ τό τροπάριο τῆς μεγαλύτερης ἀξίας (ἄς ποῦμε) τό ὁποῖον τίθεται ὡς περισσή καί ὑπό τόν στίχον τῆς μικρᾶς δοξολογίας «Δόξα Πατρί καί Υἱῷ καί ἁγίῳ Πνεύματι, (καί) νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.». Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, ἄν σκεφθοῦμε ὅτι κατά τίς ἀρχέτυπες διατάξεις μᾶλλον δέν ἐχωρίζετο ποτέ αὐτή ἡ δοξολογία, τό δέ ἰδιόμελον τοῦ ἁγίου ἐτίθετο καί αὐτό ὑπό στίχον καί ὁλόκληρος ὁ στίχος τῆς δοξολογίας ἐτίθετο πρό δεσποτικοῦ ἤ θεομητορικοῦ τροπαρίου. Αὐτό ἔχει ἀπομείνει καί διαφαίνεται σέ κάποιιες διατάξεις, πού δέν μπορῶ ἐδῶ νά ἐκθέσω (θά πάρει πολύ καί χρειάζεται μελέτη), ἀλλ᾿ ἔχει καταστρατηγηθεῖ αὐτό ὅμως ἀπό ὑπερβολική μεταγενέστερη ἔνταξη καί ἀξία, πού δόθηκε σέ τροπάρια ἁγίων. Καί θά γίνω πιό κατανοητός στά ἑπόμενα (ἄν κατανοήσατε τά μέχρι τώρα...).
Ἐδῶ πρέπει νά παρεμβάλουμε καί τό θέμα τοῦ/τῶν ἀπολυτικίων στό τέλος τοῦ ὄρθρου, καθ᾿ ὅσον εἶναι σημαντικόν. Διαβάζουμε στό ΤΜΕ σελ. 30, ὅτι τό ἕνα μόνον ἀπολυτίκιο γιά τό τέλος προβλέπεται κατά τάς Κυριακάς (ὅπου τό ἰδιαίτερον ἀπολυτίκιον τοῦ τέλους τοῦ ὄρθρου Σήμερον σωτηρία, τό ὁποῖον «ψάλλεται εἰς τόν ἦχον τῆς ἡμέρας», – ἤ καί τό Ἀναστάς ἐκ τοῦ μνήματος–), τάς δεσποτικάς καί θεομητορικάς ἑορτάς καί τάς μεθεόρτους αὐτῶν, ὅπου δέν ψάλλεται τό ἀπολυτίκιον τοῦ τυχόντος ἑορταζομένου ἁγίου. Ἄν διαφαίνεται ὅτι στίς μνῆμες ἑορταζομένων ἁγίων ἐκτός προεορτίων καί μεθεόρτων ψάλλεται μόνον τοῦ ἁγίου (γιατί δέν ξέρω πῶς ἑρμηνεύεται τό «... καί κατά τάς τῶν ἑορταζομένων ἁγίων μνήμας ψάλλεται τό ἰδιαίτερον ἑκάστης ἑορτῆς ἀπολυτίκιον»), αὐτό δέν δικαιώνεται ἀπό τά παρακάτω, ὅπου γράφει ὅτι στό τέλος τοῦ ὄρθρου κατά τάς καθημερινάς «λέγεται τό θεοτοκίον τοῦ ἤχου τοῦ ἀπολυτικίου, ὅπερ εὑρίσκεται ἐν τῷ Ὡρολογίῳ». Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ποτέ κανονικά δέν λέγεται στό τέλος τοῦ ὄρθρου ἀπολυτίκιο ἁγίου μόνο του, ἀσχέτως ἄν ἔχει συνηθιστεῖ αὐτό ἤ διαφαίνεται στό ΤΜΕ λόγῳ ἐπικρατησασῶν συντομεύσεων, ἀλλά σίγουρα διαφαίνεται καί ἡ ἀρχαία τάξις.
Καί ἐρχόμαστε στό θέμα τῶν μετά τήν εἴσοδον ἀπολυτικίων. Ἐδῶ πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτά συνδέονται (μέ ὅση φθορά κι ἄν ἔχει ὑποστεῖ αὐτό τό σημεῖο) μέ τό γ΄ ἀντίφωνον, κατά τήν διάρκειαν τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου, τό ὁποῖον παριστάνει τόν ἴδιον τόν Κύριον. Τό γ΄ ἀντίφωνον πρέπει νά ἔχει ὁπωσδήποτε δεσποτικόν περιεχόμενον (βλ. Δίπτυχα 2009, σελ. νζ΄), γι᾿ αὐτό τό ΤΜΕ (σελ. 31) γράφει «Ἐν ταῖς μνήμαις τῶν ἑορταζομένων ἁγίων ἐν ὁποιαδήποτε ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος καί ἄν τύχωσιν, ἀπαραιτήτως ἐπιβάλλονται τά Τυπικά (καί οἱ μακαρισμοί), καθόσον στίχους ἀντιφώνων οἱ ἅγιοι οὐκ ἔχουσιν». Καί συνεχίζει «Ἐν δέ ταῖς καθημεριναῖς λειτουργίαις ψάλλονται τά ἀντίφωνα Ἀγαθὸν τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ... Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου... τό β΄ ἀντίφωνον Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν... Πρεσβείαις τῶν ἁγίων σου σῶσον ἡμᾶς κύριε, τό γ΄ (ἀντίφωνον) Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ... Σῶσον ἡμᾶς... ὁ ἐν ἁγίοις θαυμαστός».
Ὁπότε ἡ σειρά τῶν ἀπολυτικίων στήν εἴσοδο ἔχει τήν σειρά τῶν ἀπολυτικίων τοῦ γ΄ ἀντιφώνου, πού πάντα προηγεῖται τό δεσποτικόν ἤ τό θεομητορικόν (τό ὁποῖον μετέχει δεσποτικῆς ἀξίας). Γι᾿ αὐτό ἀντίφωνα ἐκτός μεγάλων δεσποτικῶν ἑορτῶν δέν εἴχαμε. Τά τῶν θεομητορικῶν εἶναι μεταγενέστερα, πολύ μεταγενέστερα εἶναι δέ τά κατασκευάσματα τοῦ γ΄ ἀντιφώνου μέ ἀπολυτίκιον ἁγίου, οὐδέποτε προβλεπομένου παλαιότερον. Τά ἀπολυτίκια ἁγίων προστίθενται στή στιχολογία θά λέγαμε τοῦ γ΄ ἀντιφώνου, ὅπου τό γ΄ ἀντίφωνον πάντα περιέχει δεσποτικόν χαρακτῆρα στήν ἀρχή του, εἴτε μέ τά ἀπολυτίκια τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν, εἴτε μέ τούς μακαρισμούς (πού καί τά μεταγενεστέρως προστεθέντα τροπάρια ἐκ τοῦ κανόνος ἁγίου εἶναι ὑπό δεσποτικῶν στίχων, κατακλείονται δέ διά τῆς μικρᾶς δοξολογίας καί θεοτοκίου) ἤ ὑπό τόν δεσποτικόν ψαλμόν 94 μέ τό δεσποτικόν ἐφύμνιον Σῶσον ἡμᾶς, Υἱὲ Θεοῦ... Ἐπισφραγίζονται δέ τά μετά τήν εἴσοδον ἀπολυτίκια πάλιν μέ (τήν -μικράν- δοξολογίαν καί) τό κοντάκιον δεσποτικοῦ ἤ θεομητορικοῦ χαρακτῆρος.
Ἀπό αὐτά φάνηκε, νομίζω, ὁ λόγος τῆς (φαινομενικῆς) ἀντιστροφῆς, πού ζητήθηκε, ἀλλά κυρίως διεφάνη, πῶς οἱ ἀρχέτυπες διατάξεις μᾶς δίδουν λύσεις καί πῶς ἔχουμε ξεφύγει ἀνεπιγνώστως σήμερα.