(ομιλία που έγινε εις την παρουσίαση του CD Κερκ. ψαλτικής στις 28-8-2000)
Κυρίες και κύριοι,
Σας καλωσορίζουμε στην αποψινή μας εκδήλωση που είναι αφιερωμένη στην επονομαζόμενη «ντόπια» εκκλησιαστική (μουσική) ψαλτική της Κέρκυρας, η οποία αποτελεί τμήμα της επτανησιακής ψαλτικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε τους τελευταίους τέσσερις αιώνες.
Είναι πράγματι παρήγορο το γεγονός ότι μετά από αρκετές δεκαετίες εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τη ντόπια ψαλτική, την οποία οι κοινωνικές και άλλες μεταβολές, αλλά γιατί όχι και η αδιαφορία μας με την «ευγενική» συνδρομή κάποιων φανατικών ή σε κάθε περίπτωση αδαών και ξένων προς την κερκυραϊκή παράδοση προσώπων, καταχώνιασαν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Συκοφαντήθηκε, λοιδορήθηκε και γενικά κακοποιήθηκε η ντόπια ψαλτική τις τελευταίες δεκαετίες.
Όπως πολλές τοιχογραφίες στο παρελθόν είχαν καλυφθεί από παχύ στρώμα ασβέστη από διάφορους κατά καιρούς εμφανιζόμενους ως εκφραστές της αισθητικής καθαρότητας στην Εκκλησία, έτσι και η ψαλτική αυτή που επί αιώνες αποτέλεσε το αισθητικό εργαλείο για την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων δεκάδων γενεών Κερκυραίων, καλύφθηκε από παχύ στρώμα αδιαφορίας αλλά και συκοφαντίας όσον αφορά την προέλευσή της.
Διάφοροι ημιμαθής και φανατικοί ούτε λίγο ούτε πολύ την είπαν «δυτική», με την έννοια την εκκλησιαστική βέβαια, λες και αυτά που θα ακούσετε απόψε ακούγονται και στους ναούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ή στους οίκους των άλλων Χριστιανικών ομολογιών...
Δε γνωρίζουμε αν η εκκλησιαστική μουσική της Δυτικής Εκκλησίας έχει οκτώ ήχους, ιδιόμελα, προσόμοια κτλ., γνωρίζουμε όμως ότι τέτοια, όπως και στη βυζαντινή μουσική, υπάρχουν στη ντόπια ψαλτική.
Αυτό αποτελεί τον ισχυρότερο κόλαφο κατά αυτών που τη συκοφαντούν.
Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση αυτή, που ως μη όφειλε δημιουργήθηκε γύρω από τη ντόπια ψαλτική, κινητοποίησε τους υποφαινόμενους, δηλαδή το Γιώργο Ανυφαντή, τον Προκόπη Καφαράκη, το Σπύρο Χανδρινό και το Σπύρο Μέξα, (που χρόνια ασχολούμαστε με το κερκυραϊκό και γενικά το επτανησιακό τραγούδι), υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του πρωτοπρεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Σουρβίνου οι οποίοι, με πολύ κόπο και θυσία μεγάλου χρόνου από την προσωπική μας ζωή, κατορθώσαμε να καταγράψουμε σε δίσκο ακτίνας (CD) και να αποδώσουμε έτσι στον Κερκυραϊκό λαό, στους φίλους της Κέρκυρας και στις μελλοντικές γενεές το βασικό κορμό της ντόπιας (μουσικής) ψαλτικής, δηλαδή τους οκτώ ήχους της, το «Φως Ιλαρόν» (που είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ψάλλεται σήμερα στην Ακολουθία του Εσπερινού) και μέρος της Παρακλήσεως που ψάλλεται στον Άγιο Σπυρίδωνα τόσο στην αρχή των Λιτανειών («στα Βγάσματα») όσο και στο τέλος των εορτών του Αγίου («στα Μπάσματα»), όπου ο Άγιος επανατοποθετείτε στη Λάρνακά Του.
Εκφράζουμε τις θερμές ευχαριστίες μας προς το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Τιμόθεο, ο οποίος επέδειξε αμέριστο ενδιαφέρον για την εκτέλεση της παραγωγής προσφέροντας ηθική και υλική συμπαράσταση.
Απόψε θα σας παρουσιάσουμε αποσπάσματα από τους οκτώ ήχους, την Παράκληση του Αγίου και το «Φως Ιλαρόν».
Τις διάφορες πληροφορίες για τη «Ντόπια ψαλτική» τις πήραμε από τις μελέτες του Ιωάννη Φιλόπουλου «Εισαγωγή στην ελληνική εκκλησιαστική μουσική» και κυρίως του Γεωργίου Ραπτόπουλου «Η αρμονική πολυφωνία στα Επτάνησα».
Η επτανησιακή εκκλησιαστική ψαλτική είναι συνισταμένη τριών ιστορικών γεγονότων, ήτοι:
1)της προ της αλώσεως βυζαντινής μουσικής,
2)του λαϊκού επτανησιακού τραγουδιού και
3)της Κρητικής ψαλτικής.
Η προ της αλώσεως βυζαντινή μουσική ήταν και μελωδική, δηλαδή μονόφωνη και αρμονική, δηλαδή πολυφωνική στην κλασική τρίφωνη συγχορδία και μάλιστα στη ματζόρε (μείζονα) κλίμακα.
Η μεγάλη όμως και πραγματικά δημιουργική πνοή της βυζαντινής μουσικής κράτησε μέχρι το 10ο αιώνα.
Με τη σταδιακή υποδούλωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς, η βυζαντινή μουσική δέχτηκε ποικίλες επιδράσεις και ανατολικούς καλλωπισμούς.
Τούτο δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν.
Ο ρυθμός φθάρθηκε, οι βυζαντινές μελωδίες αλλοιώθηκαν και καλλιεργήθηκαν από τους ψάλτες τα παραδοξότερα μουσικά κατασκευάσματα.
Υπάρχουν μαρτυρίες πως οι Βυζαντινοί, στα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν πολλούς δεσμούς με τους «χανεντέδες», δηλαδή Αραβοπέρσες και Τούρκους αοιδούς και οργανοπαίχτες (Ι. Φουστάνου «Ιστορία της μουσικής», Τ.2, σελ. 148-162 & Αρχιμ. Καλλίμαχου «Οι βάσεις της προόδου», σελ. 233).
Ο συνχνωτισμός των βυζαντινών ψαλτών με τους «χανεντέδες» έφερε την αλλοίωση της βυζαντινής μουσικής, με αποτέλεσμα να μείνει άγνωστος ένας μεγάλος αριθμός μελών και μουσικών κειμένων που, αν κάποτε καταστεί δυνατόν να διαβαστούν, ίσως ανατρέψουν τις γνώσεις μας για τη σημερινή βυζαντινή μουσική.
Και μια παρένθεση. Γιατί άραγε ο επηρεασμός της βυζαντινής μουσικής από αραβοπερσικά και άλλα ανατολίτικα στοιχεία θεωρείται αγιασμένος από τους πολέμιους της ντόπιας ψαλτικής, ενώ η επίδραση της δυτικής μουσικής θεωρείται αμαρτωλή και απορριπτέα ; ...
Ο Κερκυραίος μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης Αρίστος Μοναστηριώτης υποστηρίζει ότι η επτανησιακή ψαλτική (τα ντόπια), που ψαλλόταν στην Επτάνησο, ήταν η βυζαντινή μουσική που ψαλλόταν πριν την άλωση, ενώ ο καθηγητής της λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος υποστηρίζει ότι, τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, ένα μουσικό ιδίωμα «προτουρκικό βυζαντινό», κοινό ίσως με το Γρηγοριανό μέλος αλλά νησιώτικο στην αρμονία και εύκολο πολυφωνικά, εκδηλώνεται το ίδιο σχεδόν στην ψαλτική και στο επτανησιακό λαϊκό τραγούδι.
Και ο Δημήτρης Λουκάτος υποστηρίζει ότι η ψαλτική που ψαλλόταν στην Κεφαλλονιά ήταν η βυζαντινή ψαλτική προ της αλώσεως, επηρεασμένη από το λαϊκό τραγούδι.
Ο λόγιος Κωνσταντίνος Σάθας στο έργο του «Ιστορικό δοκίμιο» τονίζει ότι η βυζαντινή μουσική ήταν πολυφωνική και πολύτονη. Το ίδιο τονίζει και ο Δεβιάλης στο έργο του «Κρητική ψαλμωδία στην Επτάνησο».
Οι μουσικολόγοι Γρηγόριος Στάθης και Μανώλης Χατζηγιακουμής βρήκαν δείγματα πολυφωνικής βυζαντινής μουσικής στο Βυζάντιο, σ’ ένα Κώδικα της μονής Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος ο πρώτος και στην Πατριαρχική βιβλιοθήκη Ιεροσολύμων ο δεύτερος.
Αλλά και από το μεγάλο έργο του Μητροπολίτη Δυρραχίου Χρυσάνθου «Μέγα θεωρητικό» μαθαίνουμε ότι η αρχαία ελληνική μουσική, στην οποία υποτίθεται ότι έχει τις ρίζες της η βυζαντινή, γνώριζε την αρμονία η οποία δεν είναι εφεύρεση της ευρωπαϊκής μουσικής, όπως υποστηρίζουν οι πολέμιοι της αρμονικής πολυφωνίας, όπως ο Φώτης Κόντογλου και ο Ψάχος.
Ο Αρχιμανδρίτης Καλλίμαχος στο έργο του «Οι βάσεις της προόδου» (1927) υποστηρίζει ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας έψαλαν δια πολυφώνου αρμονίας. Είχαν τριφωνία αντί τετραφωνίας και οι Χορωδοί ανήρχοντο σε εκατοντάδες στους μεγάλους Μητροπολιτικούς Ναούς, συμμετείχαν δε και γυναίκες. Η τρίφωνη χορωδία περιλάμβανε γυναίκες υψιφώνους και ανδρικές φωνές τενόρων και βαθύφωνων. Έλλειπαν δηλαδή οι φωνές των βαρυτόνων.
Στα σωζόμενα συγγράμματα του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτου αναφέρεται ότι στην αρχαία Εκκλησία έψαλλε εναρμονίως όλο το εκκλησίασμα.
Ο Αρχιμ. Καλλίμαχος αναφέρει δε χαρακτηριστικά «δυστυχώς η Τουρκική δουλεία μας εξευτέλισε και μας εταπείνωσε τόσο πολύ, ώστε καταντήσαμε να υβρίζωμεν ως ασεβής και φραγκίζοντες και απαρνούμενοι τας ιεράς παραδόσεις των Πατέρων μας, εκείνους που θέλουν να μας κάνουν να αποστρακίσωμεν παν ότι θυμίζει τουρκοπερσικήν επίδρασιν και να μας επαναφέρουν εις τα αληθινά πάτρια, εις τας ημέρας της ευκλείας και της δόξης, όταν εις τους θόλους της Αγίας Σοφίας αντηχούσαν οι εναρμόνιες αγγελικές ψαλμωδίες του εξ’ ανδρών και γυναικών πολυφωνικού Χορού της Μητροπόλεως του Γένους»!!
Η αρμονική πολυφωνία της βυζαντινής μουσικής μετά την άλωση διατηρήθηκε στα Ιόνια νησιά και στην Κρήτη, διότι τα μέρη αυτά που βρίσκονταν κάτω από την Ενετική κυριαρχία είχαν γίνει καταφύγιο της βυζαντινής διασποράς μετά την άλωση.
Το ίδιο διάστημα, η βυζαντινή μουσική που ψαλλόταν στην υπόδουλη πρώην Βυζαντινή αυτοκρατορία έχασε τη λαμπρότητά της εξαιτίας της ασιατικής κυριαρχίας και επιρροής, ενώ στη Δύση την ίδια εποχή η εκκλησιαστική μουσική ανεπτύχθη σε τέχνη υψηλή και σπουδαία.
Η ανακάλυψη από το μουσικολόγο Μάριο Δραγούμη ενός Κώδικα στην Κρήτη επιτρέπει το συμπέρασμα ότι τον ΙΣΤ΄ και ΙΖ΄ αιώνα στην Κρήτη ορισμένα εκκλησιαστικά μέλη ψαλλόταν όχι ισοφώνως αλλά πολυφωνικά.
Με την υποδούλωση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669, πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν στα Επτάνησα που ως γνωστόν βρίσκονταν υπό Ενετική κυριαρχία. Ανάμεσά τους υπήρχαν και έμπειροι μουσικοί οι οποίοι, όπως σημειώνει ο Λ. Γριτσάνος στη μελέτη του «Περί της των Ιονίων νήσων εκκλησιαστικής μουσικής» (1868), «εισήγαγον εμμελεστέραν αρμονικήν ψαλμωδίαν και εδίδαξαν εντεχνοτέρας τας Ιεράς μελωδίας, καθώς εγράφοντο και εψάλλοντο εν Κρήτη, όθεν επεκράτησεν η επωνυμία αυτόθι ΄΄Κρητική μουσική΄΄».
Η εμμελεστέρα αυτή αρμονική ψαλμωδία, που μεταφυτεύθηκε αρχικά στη Ζάκυνθο και αργότερα στην Κέρκυρα και τα άλλα Ιόνια νησιά, ήταν μια ιδιότυπη τετραφωνία.
Η ιδιοτυπία βρίσκεται στο γεγονός ότι γραφόταν το ένα εκ των τεσσάρων μερών αυτής, ήτοι το αρχικό μέλος, ενώ τα άλλα τρία εκτελούνταν κατά πρακτικών παραδόσεων και κατά δύο τρόπους αρμονίας, όπως υποστηρίζει ο Γριτσάνος στο ως άνω έργο του.
Στον πρώτο τρόπο η σύνθεση των φωνών ήταν: 1η φωνή (soprano), 2η φωνή (seconto), 3η φωνή (sοltana), 4η φωνή (basso) με προσθήκη κατά περίπτωση και μιας 5ης φωνής (falsetto) στο τέλος της ψαλμωδίας.
Στο δεύτερο τρόπο η σύνθεση των φωνών ήταν: primo – contralto – tenore και basso.
Η εισαγωγή της αρμονικής μουσικής στους Ορθόδοξους Ναούς της Κρήτης αρχικά και των Επτανήσων αργότερα ήταν κάτι που δημιουργήθηκε απλά και φυσιολογικά, όπως υποστηρίζει ο Σπυρίδων Μοντσενίγος (Νεοελληνική μουσική – 1958). «Ο μουσικός πολιτισμός της Επτανήσου είναι καρπός ειδικών συνθηκών». Δίνει δε ιδιαίτερη έμφαση όσον αφορά την εκκλησιαστική μουσική: «στην πνευματική καλλιτεχνική προσφορά της Κρήτης προς την Επτάνησον και τα εκ της προσμίξεως των δύο στοιχείων αγαθά αποτελέσματα».
Παρόμοια πρόσμιξη είχε συντελεστεί στην Κρήτη με τη μορφή της καλλιτεχνικοπνευματικής ανταλλαγής ανάμεσα στο δυτικό και το ελληνικό στοιχείο του νησιού.
Όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, σχετικά με την Επτανησιακή ψαλτική, ισχύουν και για την Κερκυραϊκή ψαλτική, η οποία κατέληξε στη μορφή που σήμερα ακούσατε ύστερα από μακροχρόνια εξέλιξη από την παλαιά βυζαντινή μουσική, αφού δέχθηκε διάφορες επιρροές, κυριότερη των οποίων ήταν η Κρητική επιρροή, των Κρητών ψαλτών.
Η ψαλτική αυτή προσαρμόστηκε στις αισθητικές ανάγκες των Κερκυραίων, των κατοίκων της πόλεως αρχικά και της υπαίθρου στη συνέχεια, αφού πολλοί ψάλτες των χωριών μάθαιναν την Κερκυραϊκή ψαλτική κοντά στους ψάλτες της πόλεως.
Η ψαλτική αυτή μεταδιδόταν από γενεά σε γενεά μόνο προφορικά, αφού δεν υπήρχαν γραπτά κείμενα, με αποτέλεσμα να παρεμβαίνει το προσωπικό στοιχείο του κάθε ψάλτη και η εν γένει θρησκευτική και μουσική καλλιέργειά του στην απόδοση των εκκλησιαστικών ύμνων. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλές παραλλαγές στη μουσική επένδυση του ιδίου ύμνου.
Οι ύμνοι που σήμερα ακούστηκαν έχουν επενδυθεί με την περισσότερο κρατούσα εκκλησιαστική μουσική εκδοχή, όπως ψαλλόταν μέχρι τη δεκαετία του 1950 στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου Σπυρίδωνος.
Ελπίζουμε ότι με αυτή την εκδήλωση βάλαμε ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα που πρέπει να χτισθεί από όλους μας και που αναφέρεται στην ανάγκη διασώσεως, διατηρήσεως και διαδόσεως της Κερκυραϊκής ψαλτικής η οποία, γιατί όχι, θα πρέπει κάποια στιγμή να ξανακουστεί στους Ιερούς Ναούς της Κέρκυρας.
Θα ήταν αμαρτία μια παράδοση αιώνων να παραδοθεί στη λήθη εξαιτίας της δικής μας αδιαφορίας, όπως δυστυχώς τόσες και τόσες ωραίες παραδόσεις μας λησμονήθηκαν, λοιδορήθηκαν και τελικά ξεχάστηκαν τα τελευταία χρόνια.
Πολλοί προσπαθούν να δημιουργήσουν ενοχές σε όσους ψάλλουν την Κερκυραϊκή ψαλτική, εμείς όμως αισθανόμαστε περήφανοι που προσπαθούμε να διασώσουμε αυτό το είδος της ψαλτικής με το οποίο οι πατέρες μας για πολλές γενεές υμνούσαν και δοξολογούσαν το Υπερύμνητο Όνομα του Θεού μας και που αντηχούσαν στο Ναό του Προστάτη μας Αγίου για πολλά - πολλά χρόνια.
Ευχαριστούμε το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας για την ηθική και υλική συμπαράστασή του για την έκδοση του CD, το οποίο ευχόμαστε να κυκλοφορήσει σύντομα και να γίνει κτήμα όσο γίνεται περισσοτέρων Κερκυραίων και φίλων που αγαπούν την Κερκυραϊκή ψαλτική.
Κυρίες και κύριοι,
Σας καλωσορίζουμε στην αποψινή μας εκδήλωση που είναι αφιερωμένη στην επονομαζόμενη «ντόπια» εκκλησιαστική (μουσική) ψαλτική της Κέρκυρας, η οποία αποτελεί τμήμα της επτανησιακής ψαλτικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε τους τελευταίους τέσσερις αιώνες.
Είναι πράγματι παρήγορο το γεγονός ότι μετά από αρκετές δεκαετίες εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τη ντόπια ψαλτική, την οποία οι κοινωνικές και άλλες μεταβολές, αλλά γιατί όχι και η αδιαφορία μας με την «ευγενική» συνδρομή κάποιων φανατικών ή σε κάθε περίπτωση αδαών και ξένων προς την κερκυραϊκή παράδοση προσώπων, καταχώνιασαν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Συκοφαντήθηκε, λοιδορήθηκε και γενικά κακοποιήθηκε η ντόπια ψαλτική τις τελευταίες δεκαετίες.
Όπως πολλές τοιχογραφίες στο παρελθόν είχαν καλυφθεί από παχύ στρώμα ασβέστη από διάφορους κατά καιρούς εμφανιζόμενους ως εκφραστές της αισθητικής καθαρότητας στην Εκκλησία, έτσι και η ψαλτική αυτή που επί αιώνες αποτέλεσε το αισθητικό εργαλείο για την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων δεκάδων γενεών Κερκυραίων, καλύφθηκε από παχύ στρώμα αδιαφορίας αλλά και συκοφαντίας όσον αφορά την προέλευσή της.
Διάφοροι ημιμαθής και φανατικοί ούτε λίγο ούτε πολύ την είπαν «δυτική», με την έννοια την εκκλησιαστική βέβαια, λες και αυτά που θα ακούσετε απόψε ακούγονται και στους ναούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ή στους οίκους των άλλων Χριστιανικών ομολογιών...
Δε γνωρίζουμε αν η εκκλησιαστική μουσική της Δυτικής Εκκλησίας έχει οκτώ ήχους, ιδιόμελα, προσόμοια κτλ., γνωρίζουμε όμως ότι τέτοια, όπως και στη βυζαντινή μουσική, υπάρχουν στη ντόπια ψαλτική.
Αυτό αποτελεί τον ισχυρότερο κόλαφο κατά αυτών που τη συκοφαντούν.
Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση αυτή, που ως μη όφειλε δημιουργήθηκε γύρω από τη ντόπια ψαλτική, κινητοποίησε τους υποφαινόμενους, δηλαδή το Γιώργο Ανυφαντή, τον Προκόπη Καφαράκη, το Σπύρο Χανδρινό και το Σπύρο Μέξα, (που χρόνια ασχολούμαστε με το κερκυραϊκό και γενικά το επτανησιακό τραγούδι), υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του πρωτοπρεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Σουρβίνου οι οποίοι, με πολύ κόπο και θυσία μεγάλου χρόνου από την προσωπική μας ζωή, κατορθώσαμε να καταγράψουμε σε δίσκο ακτίνας (CD) και να αποδώσουμε έτσι στον Κερκυραϊκό λαό, στους φίλους της Κέρκυρας και στις μελλοντικές γενεές το βασικό κορμό της ντόπιας (μουσικής) ψαλτικής, δηλαδή τους οκτώ ήχους της, το «Φως Ιλαρόν» (που είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ψάλλεται σήμερα στην Ακολουθία του Εσπερινού) και μέρος της Παρακλήσεως που ψάλλεται στον Άγιο Σπυρίδωνα τόσο στην αρχή των Λιτανειών («στα Βγάσματα») όσο και στο τέλος των εορτών του Αγίου («στα Μπάσματα»), όπου ο Άγιος επανατοποθετείτε στη Λάρνακά Του.
Εκφράζουμε τις θερμές ευχαριστίες μας προς το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Τιμόθεο, ο οποίος επέδειξε αμέριστο ενδιαφέρον για την εκτέλεση της παραγωγής προσφέροντας ηθική και υλική συμπαράσταση.
Απόψε θα σας παρουσιάσουμε αποσπάσματα από τους οκτώ ήχους, την Παράκληση του Αγίου και το «Φως Ιλαρόν».
Τις διάφορες πληροφορίες για τη «Ντόπια ψαλτική» τις πήραμε από τις μελέτες του Ιωάννη Φιλόπουλου «Εισαγωγή στην ελληνική εκκλησιαστική μουσική» και κυρίως του Γεωργίου Ραπτόπουλου «Η αρμονική πολυφωνία στα Επτάνησα».
Η επτανησιακή εκκλησιαστική ψαλτική είναι συνισταμένη τριών ιστορικών γεγονότων, ήτοι:
1)της προ της αλώσεως βυζαντινής μουσικής,
2)του λαϊκού επτανησιακού τραγουδιού και
3)της Κρητικής ψαλτικής.
Η προ της αλώσεως βυζαντινή μουσική ήταν και μελωδική, δηλαδή μονόφωνη και αρμονική, δηλαδή πολυφωνική στην κλασική τρίφωνη συγχορδία και μάλιστα στη ματζόρε (μείζονα) κλίμακα.
Η μεγάλη όμως και πραγματικά δημιουργική πνοή της βυζαντινής μουσικής κράτησε μέχρι το 10ο αιώνα.
Με τη σταδιακή υποδούλωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς, η βυζαντινή μουσική δέχτηκε ποικίλες επιδράσεις και ανατολικούς καλλωπισμούς.
Τούτο δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν.
Ο ρυθμός φθάρθηκε, οι βυζαντινές μελωδίες αλλοιώθηκαν και καλλιεργήθηκαν από τους ψάλτες τα παραδοξότερα μουσικά κατασκευάσματα.
Υπάρχουν μαρτυρίες πως οι Βυζαντινοί, στα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν πολλούς δεσμούς με τους «χανεντέδες», δηλαδή Αραβοπέρσες και Τούρκους αοιδούς και οργανοπαίχτες (Ι. Φουστάνου «Ιστορία της μουσικής», Τ.2, σελ. 148-162 & Αρχιμ. Καλλίμαχου «Οι βάσεις της προόδου», σελ. 233).
Ο συνχνωτισμός των βυζαντινών ψαλτών με τους «χανεντέδες» έφερε την αλλοίωση της βυζαντινής μουσικής, με αποτέλεσμα να μείνει άγνωστος ένας μεγάλος αριθμός μελών και μουσικών κειμένων που, αν κάποτε καταστεί δυνατόν να διαβαστούν, ίσως ανατρέψουν τις γνώσεις μας για τη σημερινή βυζαντινή μουσική.
Και μια παρένθεση. Γιατί άραγε ο επηρεασμός της βυζαντινής μουσικής από αραβοπερσικά και άλλα ανατολίτικα στοιχεία θεωρείται αγιασμένος από τους πολέμιους της ντόπιας ψαλτικής, ενώ η επίδραση της δυτικής μουσικής θεωρείται αμαρτωλή και απορριπτέα ; ...
Ο Κερκυραίος μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης Αρίστος Μοναστηριώτης υποστηρίζει ότι η επτανησιακή ψαλτική (τα ντόπια), που ψαλλόταν στην Επτάνησο, ήταν η βυζαντινή μουσική που ψαλλόταν πριν την άλωση, ενώ ο καθηγητής της λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος υποστηρίζει ότι, τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, ένα μουσικό ιδίωμα «προτουρκικό βυζαντινό», κοινό ίσως με το Γρηγοριανό μέλος αλλά νησιώτικο στην αρμονία και εύκολο πολυφωνικά, εκδηλώνεται το ίδιο σχεδόν στην ψαλτική και στο επτανησιακό λαϊκό τραγούδι.
Και ο Δημήτρης Λουκάτος υποστηρίζει ότι η ψαλτική που ψαλλόταν στην Κεφαλλονιά ήταν η βυζαντινή ψαλτική προ της αλώσεως, επηρεασμένη από το λαϊκό τραγούδι.
Ο λόγιος Κωνσταντίνος Σάθας στο έργο του «Ιστορικό δοκίμιο» τονίζει ότι η βυζαντινή μουσική ήταν πολυφωνική και πολύτονη. Το ίδιο τονίζει και ο Δεβιάλης στο έργο του «Κρητική ψαλμωδία στην Επτάνησο».
Οι μουσικολόγοι Γρηγόριος Στάθης και Μανώλης Χατζηγιακουμής βρήκαν δείγματα πολυφωνικής βυζαντινής μουσικής στο Βυζάντιο, σ’ ένα Κώδικα της μονής Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος ο πρώτος και στην Πατριαρχική βιβλιοθήκη Ιεροσολύμων ο δεύτερος.
Αλλά και από το μεγάλο έργο του Μητροπολίτη Δυρραχίου Χρυσάνθου «Μέγα θεωρητικό» μαθαίνουμε ότι η αρχαία ελληνική μουσική, στην οποία υποτίθεται ότι έχει τις ρίζες της η βυζαντινή, γνώριζε την αρμονία η οποία δεν είναι εφεύρεση της ευρωπαϊκής μουσικής, όπως υποστηρίζουν οι πολέμιοι της αρμονικής πολυφωνίας, όπως ο Φώτης Κόντογλου και ο Ψάχος.
Ο Αρχιμανδρίτης Καλλίμαχος στο έργο του «Οι βάσεις της προόδου» (1927) υποστηρίζει ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας έψαλαν δια πολυφώνου αρμονίας. Είχαν τριφωνία αντί τετραφωνίας και οι Χορωδοί ανήρχοντο σε εκατοντάδες στους μεγάλους Μητροπολιτικούς Ναούς, συμμετείχαν δε και γυναίκες. Η τρίφωνη χορωδία περιλάμβανε γυναίκες υψιφώνους και ανδρικές φωνές τενόρων και βαθύφωνων. Έλλειπαν δηλαδή οι φωνές των βαρυτόνων.
Στα σωζόμενα συγγράμματα του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτου αναφέρεται ότι στην αρχαία Εκκλησία έψαλλε εναρμονίως όλο το εκκλησίασμα.
Ο Αρχιμ. Καλλίμαχος αναφέρει δε χαρακτηριστικά «δυστυχώς η Τουρκική δουλεία μας εξευτέλισε και μας εταπείνωσε τόσο πολύ, ώστε καταντήσαμε να υβρίζωμεν ως ασεβής και φραγκίζοντες και απαρνούμενοι τας ιεράς παραδόσεις των Πατέρων μας, εκείνους που θέλουν να μας κάνουν να αποστρακίσωμεν παν ότι θυμίζει τουρκοπερσικήν επίδρασιν και να μας επαναφέρουν εις τα αληθινά πάτρια, εις τας ημέρας της ευκλείας και της δόξης, όταν εις τους θόλους της Αγίας Σοφίας αντηχούσαν οι εναρμόνιες αγγελικές ψαλμωδίες του εξ’ ανδρών και γυναικών πολυφωνικού Χορού της Μητροπόλεως του Γένους»!!
Η αρμονική πολυφωνία της βυζαντινής μουσικής μετά την άλωση διατηρήθηκε στα Ιόνια νησιά και στην Κρήτη, διότι τα μέρη αυτά που βρίσκονταν κάτω από την Ενετική κυριαρχία είχαν γίνει καταφύγιο της βυζαντινής διασποράς μετά την άλωση.
Το ίδιο διάστημα, η βυζαντινή μουσική που ψαλλόταν στην υπόδουλη πρώην Βυζαντινή αυτοκρατορία έχασε τη λαμπρότητά της εξαιτίας της ασιατικής κυριαρχίας και επιρροής, ενώ στη Δύση την ίδια εποχή η εκκλησιαστική μουσική ανεπτύχθη σε τέχνη υψηλή και σπουδαία.
Η ανακάλυψη από το μουσικολόγο Μάριο Δραγούμη ενός Κώδικα στην Κρήτη επιτρέπει το συμπέρασμα ότι τον ΙΣΤ΄ και ΙΖ΄ αιώνα στην Κρήτη ορισμένα εκκλησιαστικά μέλη ψαλλόταν όχι ισοφώνως αλλά πολυφωνικά.
Με την υποδούλωση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669, πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν στα Επτάνησα που ως γνωστόν βρίσκονταν υπό Ενετική κυριαρχία. Ανάμεσά τους υπήρχαν και έμπειροι μουσικοί οι οποίοι, όπως σημειώνει ο Λ. Γριτσάνος στη μελέτη του «Περί της των Ιονίων νήσων εκκλησιαστικής μουσικής» (1868), «εισήγαγον εμμελεστέραν αρμονικήν ψαλμωδίαν και εδίδαξαν εντεχνοτέρας τας Ιεράς μελωδίας, καθώς εγράφοντο και εψάλλοντο εν Κρήτη, όθεν επεκράτησεν η επωνυμία αυτόθι ΄΄Κρητική μουσική΄΄».
Η εμμελεστέρα αυτή αρμονική ψαλμωδία, που μεταφυτεύθηκε αρχικά στη Ζάκυνθο και αργότερα στην Κέρκυρα και τα άλλα Ιόνια νησιά, ήταν μια ιδιότυπη τετραφωνία.
Η ιδιοτυπία βρίσκεται στο γεγονός ότι γραφόταν το ένα εκ των τεσσάρων μερών αυτής, ήτοι το αρχικό μέλος, ενώ τα άλλα τρία εκτελούνταν κατά πρακτικών παραδόσεων και κατά δύο τρόπους αρμονίας, όπως υποστηρίζει ο Γριτσάνος στο ως άνω έργο του.
Στον πρώτο τρόπο η σύνθεση των φωνών ήταν: 1η φωνή (soprano), 2η φωνή (seconto), 3η φωνή (sοltana), 4η φωνή (basso) με προσθήκη κατά περίπτωση και μιας 5ης φωνής (falsetto) στο τέλος της ψαλμωδίας.
Στο δεύτερο τρόπο η σύνθεση των φωνών ήταν: primo – contralto – tenore και basso.
Η εισαγωγή της αρμονικής μουσικής στους Ορθόδοξους Ναούς της Κρήτης αρχικά και των Επτανήσων αργότερα ήταν κάτι που δημιουργήθηκε απλά και φυσιολογικά, όπως υποστηρίζει ο Σπυρίδων Μοντσενίγος (Νεοελληνική μουσική – 1958). «Ο μουσικός πολιτισμός της Επτανήσου είναι καρπός ειδικών συνθηκών». Δίνει δε ιδιαίτερη έμφαση όσον αφορά την εκκλησιαστική μουσική: «στην πνευματική καλλιτεχνική προσφορά της Κρήτης προς την Επτάνησον και τα εκ της προσμίξεως των δύο στοιχείων αγαθά αποτελέσματα».
Παρόμοια πρόσμιξη είχε συντελεστεί στην Κρήτη με τη μορφή της καλλιτεχνικοπνευματικής ανταλλαγής ανάμεσα στο δυτικό και το ελληνικό στοιχείο του νησιού.
Όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, σχετικά με την Επτανησιακή ψαλτική, ισχύουν και για την Κερκυραϊκή ψαλτική, η οποία κατέληξε στη μορφή που σήμερα ακούσατε ύστερα από μακροχρόνια εξέλιξη από την παλαιά βυζαντινή μουσική, αφού δέχθηκε διάφορες επιρροές, κυριότερη των οποίων ήταν η Κρητική επιρροή, των Κρητών ψαλτών.
Η ψαλτική αυτή προσαρμόστηκε στις αισθητικές ανάγκες των Κερκυραίων, των κατοίκων της πόλεως αρχικά και της υπαίθρου στη συνέχεια, αφού πολλοί ψάλτες των χωριών μάθαιναν την Κερκυραϊκή ψαλτική κοντά στους ψάλτες της πόλεως.
Η ψαλτική αυτή μεταδιδόταν από γενεά σε γενεά μόνο προφορικά, αφού δεν υπήρχαν γραπτά κείμενα, με αποτέλεσμα να παρεμβαίνει το προσωπικό στοιχείο του κάθε ψάλτη και η εν γένει θρησκευτική και μουσική καλλιέργειά του στην απόδοση των εκκλησιαστικών ύμνων. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλές παραλλαγές στη μουσική επένδυση του ιδίου ύμνου.
Οι ύμνοι που σήμερα ακούστηκαν έχουν επενδυθεί με την περισσότερο κρατούσα εκκλησιαστική μουσική εκδοχή, όπως ψαλλόταν μέχρι τη δεκαετία του 1950 στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου Σπυρίδωνος.
Ελπίζουμε ότι με αυτή την εκδήλωση βάλαμε ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα που πρέπει να χτισθεί από όλους μας και που αναφέρεται στην ανάγκη διασώσεως, διατηρήσεως και διαδόσεως της Κερκυραϊκής ψαλτικής η οποία, γιατί όχι, θα πρέπει κάποια στιγμή να ξανακουστεί στους Ιερούς Ναούς της Κέρκυρας.
Θα ήταν αμαρτία μια παράδοση αιώνων να παραδοθεί στη λήθη εξαιτίας της δικής μας αδιαφορίας, όπως δυστυχώς τόσες και τόσες ωραίες παραδόσεις μας λησμονήθηκαν, λοιδορήθηκαν και τελικά ξεχάστηκαν τα τελευταία χρόνια.
Πολλοί προσπαθούν να δημιουργήσουν ενοχές σε όσους ψάλλουν την Κερκυραϊκή ψαλτική, εμείς όμως αισθανόμαστε περήφανοι που προσπαθούμε να διασώσουμε αυτό το είδος της ψαλτικής με το οποίο οι πατέρες μας για πολλές γενεές υμνούσαν και δοξολογούσαν το Υπερύμνητο Όνομα του Θεού μας και που αντηχούσαν στο Ναό του Προστάτη μας Αγίου για πολλά - πολλά χρόνια.
Ευχαριστούμε το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας για την ηθική και υλική συμπαράστασή του για την έκδοση του CD, το οποίο ευχόμαστε να κυκλοφορήσει σύντομα και να γίνει κτήμα όσο γίνεται περισσοτέρων Κερκυραίων και φίλων που αγαπούν την Κερκυραϊκή ψαλτική.
Last edited: