Με αφορμή την ευρεία χρήση ιστορικών δεδομένων παλιότερων εποχών που γίνεται στα τελευταία μηνύματα (λογική, αφού τα μέλη που συζητούν είναι σπουδαίας ιστορικής και φιλολογικής παιδείας, άλλωστε κι εγώ ως φιλόλογος με το παρελθόν πρωτίστως ασχολούμαι ), θέλω να κάνω κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις για έναν διάλογο στον οποίο προτίμησα περισσότερο να παρακολουθώ με ενδιαφέρον εξ αποστάσεως.
Πιστεύω ότι στον συγκεκριμένο διάλογο (όχι όμως τόσο εντός φόρουμ, το τονίζω, όσο κυρίως όπως διεξάγεται έξω από αυτό, π.χ. σε αρθογραφίες, ημερίδες, ακόμα και σε δηλώσεις και αντιδηλώσεις εκκλησιαστικών ανδρών) υπάρχει μια
αγκύλωση που μάλλον δεν έχει άμεση προοπτική να αμβλυνθεί, όσο ο διάλογος δεν γίνεται από εντελώς μηδενική βάση σαν να μάθαμε το πρόβλημα μόλις χθες και σήμερα να ερχόμαστε να το συζητήσουμε.
Η συζήτηση για το πώς θα υμνήσουμε τον Θεό στη λατρεία δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από οπτικές και πρακτικές ανάλογες με εκείνες που χαρακτήρισαν τους διαλόγους γύρω από το γλωσσικό ζήτημα (το οποίο σημειωτέον στάθηκε μια αρκετά επονείδιστη παρένθεση στην πνευματική ιστορία του έθνους) και στους οποίους μεγίστης σημασίας παιδευτικά θέματα αντιμετωπίστηκαν με εντελώς ανάρμοστη ιδεοληψία.
Νομίζω ότι το μέγα ή το μόνο ζητούμενο πια είναι η μεγαλύτερη δυνατότητα συνεννόησης μεταξύ μας, διότι το θέμα είναι πρωτίστως εκκλησιαστικό, όχι γλωσσικό, ούτε καν με την ευρεία έννοια παιδευτικό, ας μου επιτραπεί να πω. Χρειάζεται λοιπόν αφενός εκκλησιαστικά επιχειρήματα, αφετέρου και εκκλησιαστικού επιπέδου διάλογο.
Τι εννοώ: έναν διάλογο χωρίς προκαταλήψεις , εμμονές και προσκολλήσεις σε έτοιμα σχήματα ιδεών, χωρίς συνθηματικές αναφορές, χωρίς υπαινιγμούς και έμμεση ή άμεση απαξίωση του συνομιλητή, αλλά, αντιθέτως, με αγαπητική αλληλοανοχή, αποδοχή και σεβασμό, με αναγνώριση της πρόθεσης όλων να συμβάλουν στο καλό της εκκλησίας και, επίσης, με αναγνώριση της πιθανότητας η δική μας άποψη στο τέλος να έχει κενά που πιθανόν δεν έχουμε (ακόμα) αντιληφθεί.
Eιδικότερα: σε ένα τέτοιο διάλογο τρεις επιμέρους προϋποθέσεις είναι κατά τη γνώμη μου αναγκαίες:
- Α) απαγκίστρωση από κάθε έννοια ιερότητας κάποιας γλωσσικής μορφής.
- Β) απαγκίστρωση από ιδεολογικές αφετηρίες, οι οποίες ιστορικά μεν μπορεί να υπάρχουν, αλλά στην τωρινή φάση μάλλον εμποδίζουν τον διάλογο.
- Γ) αποφυγή χρήσης ιστορικού τύπου επιχειρημάτων (π.χ. χρήση ιστορικών γεγονότων ή χειρισμών αγίων και ιεραρχών παλαιότερων εποχών ως τεκμηρίων), γιατί τα τωρινά δεδομένα είναι σύνθετα και δεν έχουν αναλογία με εκείνα άλλων εποχών.
Το θέμα έχει να κάνει σαφώς με την σχέση της παράδοσης με το σήμερα, αλλά με μια έννοια της παράδοσης εκκλησιαστική, όχι εθνοκεντρικά γλωσσική, και, το κυριότερο, σύμφωνη με τη νέα εν Χριστώ ελευθερία που ζούμε (και ιδιαιτέρως γιορτάζουμε την περίοδο αυτή), κατά την οποία έννοια το παρελθόν υπάρχει για να μας καθοδηγεί χωρίς να μας δυναστεύει.