Ιδού λοιπόν δύο αποσπάσματα από την ιστοσελίδα της μονής.
Το πρώτο ανήκει στον Αυστριακό μουσικολόγο Rudolf Brandl (έχει ασχοληθεί και με την ελληνική παραδοσιακή μουσική) και γράφτηκε για να συνοδεύει ψηφιακό δίσκο (CD) που εξέδωσε η μονή. Αρκετά από όσα γράφει είναι σε γενικές γραμμές γνωστά σε όσους είναι εξοικειωμένοι με τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, το βάζω όμως ως δείγμα της βαθύτατης εκτίμησης ενός ετερόδοξου Ευρωπαίου μουσικολόγου για τη γνήσια ορθόδοξη παράδοση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, προκειμένου να μη σκανδαλίσει το (θρησκευόμενο) γερμανικό κοινό, προσθέτει κάπου μια υποσημείωση (δεν θα τη δείτε εδώ) που λέει λίγο-πολύ: "Ε, καλά, δεν είπαμε και να γίνουμε όλοι ορθόδοξοι... Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε κάποια πράγματα"!
Το δεύτερο απόσπασμα ανήκει στους πατέρες της μονής και είναι μάλλον πιο ενδιαφέρον για την περίπτωσή μας.
Ο όρος "χορικό" χρησιμοποιείται με την αυθεντική έννοια που έχει στον γερμανόφωνο χώρο, δηλ. της αρχαίας, μονόφωνης μουσικής της εκκλησίας. Βέβαια αναφέρεται αρχικά στη δυτική παράδοση, εδώ όμως παίρνει μια ευρύτερη διάσταση, τονίζοντας ίσως, θα έλεγα εγώ, την ποθούμενη "χορικότητα", που θα όφειλε να διακρίνει και τη δική μας μουσική...
1. Μια από τις μεγαλύτερες παρεξηγήσεις της εποχής μας είναι ο ισχυρισμός, ότι η μουσική είναι μια τέχνη που γίνεται κατανοητή με απλοϊκό τρόπο παντού και σε όλους τους πολιτισμούς. Η αλήθεια είναι ότι η επαρκής κατανόησή της είναι μέρος της κοσμοθεωρίας κάθε πολιτισμού. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εκείνο το είδος λειτουργικής μουσικής, που κατανοείται σωστά μόνο με βάση το εκάστοτε βαθύτερο θρησκευτικό νόημα. Το παρόν CD περιέχει μια ιδιαίτερη μορφή χριστιανικού εκκλησιαστικού μέλους, ονομαζόμενη «γερμανικό ορθόδοξο χορικό», το οποίο από ιστορική σκοπιά είναι μεν «νεοδημιουργηθέν», βασίζεται όμως σε αρχαιότατες χριστιανικές παραδόσεις και ιδιαίτερα στις βυζαντινές μοναστικές παραδόσεις (του Αγίου Όρους), λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη γρηγοριανή και την προτεσταντική κληρονομιά. Για να κατανοήσουμε σωστά αυτό το είδος χορικού, είναι ίσως χρήσιμες μερικές εισαγωγικές, γενικές παρατηρήσεις για το θρησκευτικό νόημα της ορθόδοξης χριστιανικής αντίληψης της μουσικής.
Το ορθόδοξο εκκλησιαστικό μέλος δεν είναι ούτε ένα «απόλυτο μουσικό έργο τέχνης», ούτε υποκειμενική έκφραση ενός συνθέτη, αλλά μία εκ της θεϊκής αποκαλύψεως εκπορευόμενη έκφραση σωτηριώδους λατρευτικής πραγματικότητας, που αναιρεί την ιστορική αιτιοκρατία και τη συνήθη αντίληψη του χρόνου (παρελθόν-μέλλον) στο συνεχές παρόν της Λειτουργίας. Το μέλος ως απήχηση του θείου κάλλους μεταδίδεται από το Άγιο Πνεύμα σε Προφήτες, Αγίους και ευσεβείς καλλιτέχνες όταν βρίσκονται σε κατάλληλο πνευματικό στάδιο («έμπνευσης») και είναι, συνεπώς, ως ένα βαθμό ιερό.
Με την ανάπτυξη της πολυφωνίας από τον Μεσαίωνα (organum της Notre Dame) μέχρι σήμερα, άλλαξε η -προερχόμενη από την Αρχαιότητα- αντίληψη της ενότητας λόγου και μέλους, τόσο στην καθολική (γρηγοριανό μέλος, όπως παραδίδεται σήμερα), όσο και στην προτεσταντική (λουθηρανικό χορικό) εκκλησιαστική μουσική. Ιερό και σωτηριώδες θεωρείται πλέον μόνο το κείμενο (γραμμένο και ομιλούμενο), ως προσευχή και ιερουργία του λόγου. Η μουσική είναι απλός «τονισμός», δηλ. αισθητική (και ηθική) εξύψωση του λόγου με βάση καθαρά μουσικά κριτήρια. Το μέλος είναι κάτι πρόσθετο, που μπορεί να παραλειφθεί χωρίς να επηρεάζεται η τελετουργική αποτελεσματικότητα (στο λεγόμενο “Wortgottesdienst” [Σ.Μ.: Όρος που υποδηλώνει την τέλεση Θ. Λειτουργίας χωρίς καθόλου μουσική, από τον ιερέα μόνο, πρακτική που συναντάται στην Καθολική Εκκλησία]).
Στον αντίποδα βρίσκεται το νοητικό πρότυπο της ορθόδοξης ψαλτικής: Ο θείος Λόγος, το «φύσημα της θείας πνοής» (Πνεύμα) στις λέξεις, σε μορφή κάλλιστα αντιληπτή και στον ατελή άνθρωπο, είναι ακριβώς η ανθρώπινη ομιλία ως (μουσικός) ήχος, που παράγει τελικά το μέλος, ως σύνδεση της ουράνιας αρμονίας με τον αρχέγονο γήινο ήχο (=ίσον). (Γνωρίζουμε εξάλλου ότι η μουσική και το τραγούδι προκύπτουν ως «δονήσεις του αέρα»). Ο λειτουργική εκφορά του λόγου (όχι το γραμμένο κείμενο) είναι ως Λόγος πάντα και μουσική. Δεν πρόκειται απλώς για προσαρμογή της μελωδίας στον ρυθμό και τη χρονική αγωγή της ομιλίας· πολύ περισσότερο, λέξεις και μουσικός ρυθμός δημιουργούν μία αχώριστη ενότητα, αφού και η «τέλεια» ομιλία δεν είναι παρά ένα είδος (τραγουδιστής) μελωδίας. Όταν ο αρχαίος Ορφέας παρουσιάζεται στη βυζαντινή εικονογραφία εις τύπον του Χριστού, πρόκειται ακριβώς για αυτή τη «σαγήνη» του άσματος ως τέλειας ενότητας μουσικής και σωτηριώδους λόγου, που κινεί όλα τα ζώντα όντα και ξεπερνάει το θάνατο.
[...]
2. Στη μονή της Αγίας Τριάδoς έχει αναπτυχθεί μία γερμανική ορθόδοξη παράδοση χορικού, που θέτει εκ των προτέρων ως βάση τη γερμανική γλώσσα και, ως εκ τούτου, ονομάζεται «γερμανικό χορικό». Εξαιτίας της ασκητικής και θεουργικής διάστασης της λατρείας, ήταν για τους υπεύθυνους πατέρες αναπόφευκτη η επιλογή μιας παράδοσης αρμόζουσας στην πρακτική της αρχαίας εκκλησίας.
Ουσιαστικά πρότυπα για την ανάπτυξη αυτής της παράδοσης είναι το βυζαντινό και το παλαιοβουλγαρικό μέλος. Το ότι παράλληλα έπρεπε να παίξει ένα ρόλο και το γρηγοριανό μέλος της Δύσεως και ότι αξιοποιήθηκε η εμπειρία των περασμένων γενεών με την προσαρμογή του γρηγοριανού μέλους [ενν. στα Γερμανικά], ήταν κάτι που προέκυψε εκ των πραγμάτων και εκ της ιστορίας. Προϋπόθεση για αυτή την εργασία ήταν το ευτυχές γεγονός ότι, μέσω της ορθόδοξης θέασης των ποικίλων πρώιμων ασματικών διαλέκτων του Χριστιανισμού, ήταν πολύ ευκολότερη η προσέγγιση ενός κοινού, αρχέγονου προτύπου, σε σχέση με αυτό που συνέβαινε εδώ στη Δύση μέχρι πριν μερικές γενιές, όταν η έννοια «χορικό» σήμαινε αποκλειστικά «γρηγοριανό μέλος». Έτσι, μπόρεσαν να επανεκτιμηθούν οι απαρχές του «γερμανικού γρηγοριανού μέλους» και η σχετική αποτυχία του, να γίνει δε ένα νέο ξεκίνημα, όπου παράλληλα με τις λατινικές, συμπεριλαμβάνονται προ πάντων οι βυζαντινές και παλαιοσλαβικές ασματικές παραδόσεις.
[...]
Οι απόπειρες προσαρμογής του γρηγοριανού μέλους στη γερμανική γλώσσα έδειξαν ότι η απλή προσαρμογή είναι ανεπαρκής. Αυτό ισχύει, φυσικά, στον ίδιο βαθμό για ελληνικές, αραβικές, σλαβικές ή οποιεσδήποτε άλλες μελωδίες. Αντίθετα, η παραδοσιακή διαδικασία του μελωδικού αυτοσχεδιασμού και της υμνογραφικής δημιουργίας με ελεύθερη χρήση υπάρχοντος μελωδικού υλικού, όπως συνέβαινε πάντα στη βυζαντινή παράδοση, προσφέρει στον έμπειρο μουσικό εξαιρετικές δυνατότητες. Βέβαια αυτή η εργασία απαιτεί, εκτός από μουσικές ικανότητες, και μία ιδιαίτερα καλλιεργημένη αίσθηση της γλώσσας.
Η απλή προσαρμογή κειμένων σε υπάρχουσες μελωδίες προσφέρεται μεν για συλλαβικά [δηλ. σύντομα] μέλη, έχει όμως πολύ στενά όρια. Όταν η συντακτική δομή της αρχικής γλώσσας αποκλίνει από αυτή της γερμανικής, γίνεται πλέον μη εφαρμόσιμη. Η παραβίαση των Γερμανικών, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα, δεν ενδείκνυται, για λόγους που αφορούν το γλωσσικό πολιτισμό.
Η ελεύθερη αναδημιουργία με βάση το παραδεδομένο μελωδικό υλικό, που φτάνει μέχρι τον αυτοσχεδιασμό, προϋποθέτει την κατανόηση και πλήρη κατάκτηση των εσώτερων δομικών νόμων και των μελοποιητικών αρχών του χορικού. Σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό ισχύει αυτό για τη δημιουργία και καταγραφή νέων μελωδιών. Στην τελευταία περίπτωση δημιουργούνται νέα μέλη κατευθείαν από το γερμανικό κείμενο, στα πλαίσια της «μουσικής γλώσσας» του χορικού. Ωστόσο αξίζει τον κόπο, γιατί με αυτό τον τρόπο παράγεται ένα πραγματικό, νέο μουσικό ιδίωμα, στο οποίο η μελοποιία ακολουθεί τη σύνταξη της Γερμανικής και οι μουσικοί τονισμοί αντιστοιχούν εκ των προτέρων με σωστό τρόπο στις σημαντικές συλλαβές του κειμένου, ενώ επιπλέον τα μελικά σχήματα, τα σημάδια, τα διαστήματα, η δομή των τετραχόρδων, όπως και οι αλλαγές του ίσου ταιριάζουν μουσικά, συμβολικά και μυσταγωγικά σε ένα αρμονικό σύνολο.
Από τη στιγμή που ανανεώνεται ο «πνευματικός κώδικας» του παλαιού χορικού στη βάση μιας ζωντανής γλώσσας, οι ενυπάρχοντες σε αυτό νόμοι προσφέρουν ξανά μια κάποια ασφάλεια, ακόμη και από πνευματικής πλευράς, καθώς και την εγγύηση για την πιστή μετατροπή των σωτηριωδών αρχέτυπων σε ακουστική πραγματικότητα. Όταν εξεικονίζεται το ουράνιο αρχέτυπο, το μέλος γίνεται φορέας του ίδιου πνεύματος, όπως οι αρχαίες ασματικές παραδόσεις, και έχει την ίδια μυσταγωγική δύναμη. Όπως και εκείνες, έτσι και αυτό αποτελεί πιστή εικόνα του άσματος των αγγέλων [...]