Η δική μου άποψη είναι η εξής:
Όταν ο β' ήχος κάνει κατάληξη στον ΒΟΥ προφανώς μεσάζει σε σχέση με τη βάση του, που είναι το ΔΙ. Αν αυτή η μεσότητα εκτείνεται και στις τελικές καταλήξεις, έχουμε την περίπτωση του μέσου δευτέρου που λέει ο συνάδελφος pransot. Ο ήχος αυτός διαφέρει δηλ. ως προς τον κλασσικό δεύτερο στο ότι δείχνει πολύ περισσότερο τον ΒΟΥ και τελικά καταλήγει σ' αυτόν και όχι στον ΔΙ όπως ο κλασσικός δεύτερος (π.χ. στον πεντηκοστό, στις φράσεις που καταλήγουν στον ΒΟΥ). Όλη η φασαρία τώρα γίνεται στον τρόπο που βλέπουμε αυτή την κατάληξη του ΒΟΥ. Ας διακρίνουμε λοιπόν καταρχήν τις διάφορες περιπτώσεις:
α) ο φθόγγος ΒΟΥ ως ατελής και εντελής (όταν μεσάζει) κατάληξη του κλασσικού δευτέρου
β) ο φθόγγος ΒΟΥ ως εντελής και τελική κατάληξη του μέσου δευτέρου
Κι επειδή μιλάμε για ισοκράτημα, υπάρχει και η περίπτωση
γ) ο ΒΟΥ δεν είναι καταληκτικός φθόγγος αλλά πέρασμα σε φράση που καταλήγει στον ΔΙ, με κλάσμα ή χωρίς.
Για την περίπτωση
γ) του περαστικού ΒΟΥ, είτε με κλάσμα είτε χωρίς, πιστεύω ότι, επειδή δεν υπάρχει μελωδική γραμμή θεμελιωμένη στον ΒΟΥ, το ισοκράτημα πρέπει να παραμείνει στον ΔΙ.
Ομοίως πιστεύω ότι ισχύει και για την περίπτωση
α) του ΒΟΥ ως ατελή (και όχι εντελή) κατάληξη του κλασσικού δευτέρου (δηλ. σε φράσεις που δεν υπάρχει ΠΑ, π.χ. στο "Χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε" στη φράση "εις τον λίθον του μνήμαΤΟΣ"). Με την παρατήρηση όμως ότι η περίπτωση αυτή συχνά συγχέεται με το μέσο δεύτερο, ενώ είναι κλασσικός δεύτερος που κάνει ΑΤΕΛΗ κατάληξη στη μεσότητα κι έτσι δεν θεμελιώνει φράση στον ΒΟΥ.
Το ΔΙ ισοκράτημα στις παραπάνω περιπτώσεις μαρτυρείται και από τις ηχογραφήσεις από το Πατριαρχείο, που το ισοκράτημα δεν αλλάζει ή το πολύ πολύ να πηγαίνει μερικές φορές μαζί με το μέλος, όχι όμως ΒΟΥ, γιατί δεν υπάρχει άκουσμα λεγέτου αλλά απλώς πέρασμα από φθόγγο κάτω της βάσης. Έτσι προκύπτει το πολύ όμορφο αυτό άκουσμα, με τον ΔΙ να δεσπόζει πραγματικά και να αναδεικνύεται η στιβαρότητα του μέλους.
Στην περίπτωση όμως που έχουμε μέσο δεύτερο τα πράγματα αλλάζουν, αφού εδώ πλέον το άκουσμα παραπέμπει καθαρά σε λέγετο, δεδομένου και του ΠΑ δίεση. Είναι προφανές ότι οι καταλήξεις αυτές στην πράξη είναι ίδιες τόσο με του λεγέτου όσο και με αυτές του τετάρτου χρωματικού (π.χ. στο "Φαιδρόν της αναστάσεως κήρυγΜΑ (=βου) ΕΚ (=ΠΑ δίεση) του αγγέλου" κλπ.). Αυτό όμως αδυνατούν να κατανοήσουν θεωρητικά οι της σχολής Καρά, αφού έχουν δεχθεί ότι στο δεύτερο ήχο ΓΑ-ΒΟΥ=6 και όχι 8 όπως στο λέγετο. Η παραδοχή αυτή επιφέρει φυσικά προβλήματα, που παραδέχθηκε ο αείμνηστος Μαυροειδής στο θεωρητικό του, που γράφει τα εξής για το μέσο δεύτερο, όπου όταν φτάνει στο σημείο να μιλήσει για
διατονικό άκουσμα λεγέτου στις κάτω από το Δι φράσεις (άραγε πόσοι μαθητές του Καρά το λένε καθαρά αυτό;
συνεχίζει γράφοντας:
Αλλά παρόμοιο φαινόμενο μπορεί θαυμάσια να εμφανίσει [...]και ο Λέγετος[...](σημ.: δηλ. χρωματικές φράσεις άνω του ΔΙ και διατονικές κάτω του ΔΙ, όπως στα απολυτίκια). Τι διαφέρουν αυτές οι δύο συμπεριφορές; Ο Σίμων Καράς διακρίνει τελείως του δύο ήχους[...] με διαφορετικά χρωματικά διαστήματα (σημ.: δηλ. στον μεν μέσο δεύτερο ΓΑ-ΒΟΥ=6,5 στον δε λέγετο χρωματικό ΓΑ-ΒΟΥ=8).[/I]
Και συνεχίζει με την πολύ σημαντική παρατήρηση:
Κάτι τέτοιο είναι δόκιμο θεωρητικά, ΔΕΝ ΕΠΑΛΗΘΕΥΕΤΑΙ ΟΜΩΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ. Χαρακτηριστικό το ότι στα έντυπα βιβλία η συμπεριφορά αυτή σημαίνεται κατά κανόνα με το σημάδι β (+φθορά του δευτέρου από πάνω). Είναι δυνατόν το ίδιο αυτό σημάδι να δηλώνει το φυσικό μαλακό ΒΟΥ στην περίπτωση του Δ' ήχου και το οξύ σκληρό ΒΟΥ στην περίπτωση του Β' ήχου;
Μ' άλλα λόγια,
για την περίπτωση β), δηλ. του μέσου δευτέρου και την περίπτωση α), δηλ. του κλασσικού δευτέρου με φράσεις μέσου δευτέρου, το ισοκράτημα μπορεί να είναι στον ΒΟΥ. Η φανατική προσήλωση των μαθητών του Καρά για το ισοκράτημα ΔΙ οφείλεται στη μη παραδοχή της συμπεριφοράς λεγέτου στις κάτω του ΔΙ φράσεις, συμπεριφορά όμως η οποία είναι προφανής στην πράξη. Απλώς δεν μπορεί να κολλήσει με τη θεωρία του Καρά, που θέλει το ΒΟΥ-ΓΑ και το ΖΩ-ΝΗ ημιτόνια στο δεύτερο και όχι ελάχιστους τόνους.
Και δεν χρειάζεται μαλακό χρωματικό τετράχορδο από τον ΒΟΥ για να θεμελιωθεί φράση λεγέτου στις περιπτώσεις αυτές, όπως ειπώθηκε, αλλά αρκεί απλώς τρίχορδο ΒΟΥ-ΔΙ. Η κλίμακα δηλ. γίνεται ως εξής:
τρίχορδο ΒΟΥ-ΔΙ (8-12)
τετράχορδο ΔΙ-ΝΗ (8-14-8)
τρίχορδο ΝΗ-ΒΟΥ (12-8)
Ακριβώς δηλ. η κλίμακα του τετάρτου χρωματικού που έχει ο Καράς στο θεωρητικό του, την οποία δεν ταυτίζει με του μέσου δευτέρου, φτάνοντας στις εξής αντίθετες με τη μουσική πράξη κατασκευές:
α) να θεωρεί το τρίχορδο ΔΙ-ΓΑ-ΒΟΥ του μέσου δευτέρου διαφορετικού από το αντίστοιχο του τετάρτου χρωματικού
β) το άνω ΠΑ-ΒΟΥ, προκειμένου να του βγει η κλίμακα, να το βάζει καθαρό τόνο, μάλιστα 11.5 και όχι 12 (!!!), αφού έχει δεχθεί το κάτω ΒΟΥ-ΓΑ 6.5.
Τελειώνω με δύο παρατηρήσεις:
α) Δεν θεωρώ ότι είναι "προς θάνατον" να μπερδέψεις την ατελή κατάληξη σε ΒΟΥ του κλασσικού δευτέρου με την αντίστοιχη εντελή του μέσου δευτέρου και να κάνεις ισοκράτημα ΒΟΥ ή μέλος. Ούτε επίσης το να διατηρήσεις ισοκράτημα ΔΙ σε εντελείς καταλήξεις ΒΟΥ του μέσου δευτέρου. Αυτά είναι εκ προφορικής παραδόσεως περισσότερο παρά προκύπτουν θεωρητικά. Και
β) Η ομοιότητα του μέσου δευτέρου με τον λέγετο προκύπτει και από το μακάμ Χουζάμ, που στον ΒΟΥ κάνει καθαρά φράσεις Σεγκιάχ. Αυτό το δέχεται και ο Μαυροειδής, που γράφει στο ίδιο απόσπασμα με τα προηγούμενα:
Αν συμβουλευτούμε και τη μουσική εμπειρία της Ανατολής, το μόνο μακάμ που μας δίνει παρόμοια συμπεριφορά είναι το Χουζάμ, που αντιστοιχεί σε διαδοχή τριχόρδου Λεγέτου (Σεγκιάχ) και χρωματικού τετραχόρδου (Χιτζάζ). Αν λοιπόν τα πράγματα έχουν κάποιες αντιστοιχίες, τότε ο Μέσος του Β' και ο χρωματικός Λέγετος είναι περίπου ταυτόσημοι. Και δίδουν τη δυνατότητα μεικτής συμπεριφοράς, περίπου κοινής τόσο στον Β' όσο και στον Δ' ήχο.
Και τότε ποια είναι η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο; Μας το λέει αμέσως στη συνέχεια:
Η σχετικότητα της παραπάνω διατύπωσης ("περίπου") έχει ως στόχο να δηλώσει ότι, φυσικά, αν στον μέσο του Δ' κινηθεί το μέλος προς το ΝΗ[...] τότε η κίνηση είναι διατονική. Αντίθετα, αν στον μέσο του Β' κινηθεί το μέλος προς τον ΝΗ, τότε εμφανίζεται το χρωματικό τετράχορδο ΝΗ-ΓΑ.