Θα ήθελα να τοποθετηθώ στην κριτική συζήτηση που διεξάγεται για το Ψαλτήριον Τερπνόν. (Σημειώνω εξ αρχής ότι λόγω πνευματικής σύνδεσης του δασκάλου μου με το άγιο Όρος προμηθεύτηκα το βιβλίο σχεδόν πριν κυκλοφορήσει. Έκτοτε δεν έχουμε πάψει να το χρησιμοποιούμε στο ναό μας σχεδόν κάθε Κυριακή ψάλλοντας ψαλμούς κατά τη διανομή του αντιδώρου).
Σε κάποιες τοποθετήσεις παρατηρώ κάποιο απαξιωτικό ύφος σε σχέση με αυτήν την έκδοση. Υπάρχει όμως μια αρχή: ότι κρίνοντας ένα πνευματικό έργο πρέπει κανείς να το κρίνει με βάση τις προϋποθέσεις και τους στόχους για τους οποίος δημιουργήθηκε. Νομίζω ότι το λάθος στην περίπτωση αυτή είναι ότι βλέπουμε το «Ψαλτήριον Τερπνόν» από την οπτική γωνία ενός ψάλτη και δη μουσικού, κι όχι ενός μοναχού ή ενός προσευχόμενου πιστού. Το κριτήριο, εν προκειμένω, του ψάλτη, και δη του μουσικού, είναι ότι ένα μουσικό βιβλίο δικαιολογεί την ύπαρξή του από τη στιγμή που χαρακτηρίζεται από μουσική πρωτοτυπία και άποψη. Αλλά ποιος είπε ότι αυτός ήταν ο σκοπός της μελοποίησης αυτών των ψαλμών και της έκδοσης του εν λόγω βιβλίου;
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε κάποια βασικά πράγματα (και συγνώμη, αν σας κουράζω) που κινούνται στην κατεύθυνση μιας λιγότερο μουσικής και περισσότερο πνευματικής προσέγγισης του έργου αυτού.
α) Το έργο του μοναχού είναι η προσευχή. Η προσευχή είναι κάτι καθημερινό και συνεχές. Η προσευχή δεν έχει τέχνη, ούτε μέθοδο (ας με διορθώσουν οι γνώστες), είναι μια προσπάθεια να βάλουμε τον Θεό στην καθημερινότητά μας. Όπως μαθαίνοντας απέξω μια προσευχή ή έναν ύμνο μπορείς να τον απαγγέλλεις όπου βρεθείς, έτσι και μαθαίνοντας απέξω να ψάλλεις έναν ψαλμό, μπορείς να τον χρησιμοποιείς στην καθημερινότητά σου. Η μελοποίηση αυτή λοιπόν, με τους ιδιαίτερα ευκολομνημόνευτους ψαλμούς (ειδικά αφού συνοδεύτηκε από την κυκλοφορία των κασετών) δεν ξέρω αν βάζει πάλι τους ψαλμούς μέσα στη λατρευτική πράξη, σίγουρα όμως μπορεί να τους βάλει μέσα στην καθημερινότητα του πιστού.
β) Η θέση των ψαλμών είναι κεντρική στη ζωή της εκκλησίας. Αλλά εκτός από τα αναγνώσματα και τους πολυελαίους, οι ψαλμοί είναι κατακερματισμένοι σε στίχους. Η προσπάθεια που γίνεται εδώ να παρουσιαστούν στην ολότητά τους είναι πολύ σημαντική. Ακόμα περισσότερο σημαντική όμως είναι η σύνδεση συγκεκριμἐνων ψαλμών ή εκλογών με συγκεκριμένες γιορτές του εκκλησιαστικού κύκλου. Αυτό δίνει για πρώτη φορά στους ψαλμούς μια πιο έντονη εκκλησιαστική υπόσταση από αυτή που βιώνουμε εμείς που ζούμε εκτός μοναστηριού.
γ) Η απλότητα των μουσικών γραμμών δεν είναι κάτι επιλήψιμο. Συμφωνεί με το λιτό και απέριττο πνευματικό ύφος του Αγίου Όρους. Αλλά, θα πει κάποιος, τι γίνεται με μαθήματα όπως κάποιο τεριρέμ του πλ.δ΄, που στην πορεία κινείται κατά τριφωνία κ.ο.κ. Εγώ προσωπικά δέχομαι ότι ποτέ δεν μπόρεσα να το ψάλλω. Αλλά εγώ είμαι ένας άνθρωπος του κόσμου. Ο μοναχός έχει άλλη σχέση με τον Θεό. Στην προσευχή του υπάρχει το συνεσταλμένο ύφος και υπάρχει και το διεσταλμένο ύφος. Ακόμα και η κάποιου βαθμού εναρμόνιση (έντονη χρήση εναρμόνιας φθοράς) ή μουσική υπερβολή (χρήση πολύ υψηλών περιοχών της κλίμακας σε ορισμένους ήχους), όλα αυτά είναι απόλυτα δικαιολογημένα στα πλαίσια κάποιος κατάνυξης που ευνοεί την έξαρση. Πάνω σ’ αυτήν την έξαρση νομιμοποιείται να αγνοήσει –λάθος: να υπερβεί- τις μουσικές φόρμες. Το να πει λοιπόν κάποιος σπουδαγμένος μουσικός ότι «αυτό δεν είναι βυζαντινή μουσική, είναι τραγούδι» είναι παρανόηση περίπου ίδιας τάξεως με το να θεωρήσει το κούνημα των πολυελαίων ως προσπάθεια δημιουργίας εφέ.
δ) ακόμα κι αν κρίνουμε το έργο αυτό με μόνο μουσικά κριτήρια (ακόμα δηλαδή κι αν πούμε ότι το προειρηθέν τεριρέμ είναι τραγούδι), ωστόσο, θα συμφωνήσουν ακόμα και οι πιο «αρνητικοί» φίλοι ότι, μαζί με μαθήματα που κάποιος δεν θα ήθελε να ψάλλει γιατί του θυμίζουν τραγούδι, υπάρχουν και μαθήματα που διεκδικούν τον τίτλο του «κλασικού» (στο νου μου έρχεται ο ψαλμός 65 και η τρίσημη αργή Δοξολογία του πλ.β., για να μείνω μόνο σε δύο παραδείγματα).
Εν συνόψει, το Ψαλτήριον Τερπνόν μπορεί να μην προσθέτει στη μουσική βιβλιογραφία μια πρωτότυπη μουσική άποψη, σίγουρα όμως της δίνει έναν πιο προσευχητικό, νηπτικό τόνο. Είναι κάτι παραπάνω, ή μάλλον κάτι πέρα από μουσικό βιβλίο: είναι βιβλίο που εξασκεί την ψαλτική στην προσευχή.
Κι έρχομαι –γιατί πάλι σας ζάλισα- στο επίμαχο σημείο του «Αγνή Παρθένε». Η κριτική που ασκείται σ’ αυτό νομίζω ότι είναι άδικη. Το άσμα αυτό μελοποιεί μια προσευχή του αγίου Νεκταρίου στην Θεοτόκο. Δεν είναι ένα κλασικό βυζαντινό μάθημα σαν αυτά των μεγάλων μαϊστόρων, απλούστατα γιατί δεν ενδιαφέρεται να γίνει «μάθημα». Έχω ακούσει πολλούς ψάλτες να το εξορίζουν «στο πυρ το εξώτερον» ως εναρμόνιο άκουσμα, τραγούδι για το κατηχητικό κ.ο.κ. (δεν συμφωνώ και με τον χαρακτηρισμό «ψαλτοτράγουδο», που δίνει εξ ορισμού την έμφαση στο τραγούδι και όχι στον ψαλμό). Σπεύδω να διευκρινίσω –για να μην παρεξηγηθώ- ότι δεν προσπαθώ να πω ότι το Ἀγνή Παρθένε είναι απόλυτα βυζαντινό μέλος –πὀσω μάλλον τη στιγμή που έχει τη δομή ποιήματος με στροφές- ούτε ότι έχει θέση του σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο της λατρείας, πριν το Δι’ ευχών. Προσπαθώ μόνο να πω ότι εδώ και τόσα χρόνια και σε πείσμα της απαξίωσης που του δείχνει ο επίσημος ψαλτικός κόσμος, μια θεόπνευστη προσευχή ενός κορυφαίου αγίου έχει μπει στα στόματα χιλιάδων πιστών χάρη σ’ αυτό: πολλοί άνθρωποι, απλοί πιστοί, το έχουν φωτοτυπημένο και το ψέλνουν μόνοι τους, άλλοι το έχουν απομνημονεύσει, άλλοι το έχουν σε κασέτα και το ακούνε καθώς οδηγούν, άλλοι όταν το ακούν να ψάλλεται κάπου σιγοψέλνουν κι αυτοί δακρυσμένοι, ομάδες κατηχητικού το έχουν στο πρόγραμμα των ασμάτων τους κ.ο.κ. Ἐχει δηλαδή γίνει αφορμή να ψάλλεται και να υμνείται περισσότερο η Θεοτόκος. Αν αυτό σημαίνει ότι έγινε «σουξέ», όπως κάποιος είπε (σίγουρα καλοπροαίρετα), τότε έχουμε ανάγκη από τέτοιου είδους σουξέ. Η ερώτησή μου είναι: τι είναι πιο σημαντικό, το ότι εμείς οι ψάλτες φιλολογούμε για τις εναρμόνιες φθορές και τα ευρωπαϊκά ισοκρατήματα και τους «ακραίους» μουσικούς δρόμους του κομματιού ή το ότι εδώ και καιρό τόσοι πιστοί προσεύχονται μέσω αυτού του άσματος στην Θεοτόκο και κατανύσσονται.
Θα ήθελα την τοποθέτηση των φίλων μελών και ας μη διστάσουν να με κακοκαρδίσουν.
Ευχαριστώ πολύ.