Πρώτη εντύπωση:
ποιητική άδεια
(κλειδιών, αντί κόλλοπες)
Κατασκευαστική αρχή των λυρών:
''Σε ένα αντηχείο από καβούκι χελώνας ή ξύλο στηρίζονται δυο βραχίονες (πήχεις). Κάθετα στους πήχεις στο πάνω μέρος εκτείνεται ο ζυγός.
Οι χορδές ίσου μήκους είναι κατασκευασμένες από στριμμένο και αποξηραμένο έντερο, νεύρα ή λινάρι.
Στηρίζονται σε ένα σημείο (χορδοτόνιον) πάνω στο ηχείο, περνούν πάνω από ένα καβαλάρη (μαγάδιον) και στην πάνω μεριά περιστρέφονται στο ζυγό με ένα σύστημα κλειδιών τους κόλλοπες ή κόλλαβους, που διευκόλυναν το κούρδισμα.
Οι χορδές αρχικά ήταν 3, αργότερα 4, 5 και 7 ενώ έφτασαν την περίοδο της «νέας μουσικής» και τις 12. Οι λύρες παίζονταν με το δεξί χέρι με τα δάκτυλα ή με ένα «πλήκτρον» κατασκευασμένο από κέρατο, ξύλο, κόκαλο ή μέταλλο.
Το αριστερό βοηθούσε παίζοντας μεμονωμένες χορδές, πιέζοντάς τες ή αποσβένοντας τον ήχο.
Οι χορδές είχαν συγκεκριμένες ονομασίες που ταυτίζονταν και με τις ονομασίες των φθόγγων .
Υπάρχουν πολλοί τύποι λυρών με διαφορετικές ονομασίες: φόρμιγξ (η αρχαιότερη λύρα), κίθαρις ή κιθάρα, λύρα, χέλυς (=χελώνα), βάρβιτος (με μακρείς πήχεις). Οι όροι αυτοί συχνά συγχέονται στη χρήση τους.
ΒΑΡΒΙΤΟΣ
H ιδιαιτέροτητα του η της Βαρβίτου ( Το Β ά ρ β ι τ ο ν ).
Ήταν μουσικό όργανο με πολλές χορδές, όμοιο στην βασική του δομή με την λύρα , αλλά με παραλλαγές αυτής και διαφορετική χρησιμοποίηση.
Βασική διαφορά του οργάνου τούτου από τη λύρα είναι ότι ήταν στενότερο και μακρύτερο από αυτήν με αντίστοιχες χορδές που παρήγαγαν τόνους χαμηλότερους.
Όμως, θα πρέπει να διατηρήσουμε το συσχετισμό του οργάνου Β ά ρ β ι τ ο ς με τη λύρα.
Η βάρβιτος ήταν πολύ παλιό όργανο.
Στον Αθήναιο υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές για την εφεύρεσή του.
Κατά τον Πίνδαρο ο Τέρπανδρος υπήρξε ο εφευρέτης του βαρβίτου Πινδάρου λέγοντος τον Τέρπανδρον … ευρείν … τον βάρβιτον.
Κατά τον ιστορικό Νεάνθη από την Κύζικο όμως, το βάρβιτο ήταν εφεύρεση του Ανακρέοντα και Ανακρέοντος [ εύρημα ] το βάρβιτον.
Βέβαιο είναι ότι ήταν όργανο που απολάμβανε μεγάλη τιμή στη σχολή της Λέσβου ( Τέρπανδρος, Αλκαίος, Σαπφώ, Ανακρέων).
Ο αριθμός των χορδών του βαρβίτου δεν μας είναι γνωστός. Ο Θεόκριτος λέει πως ήταν ένα πολύχορδο όργανο.
Άλλα ονόματα, όπως β ά ρ μ ο ς , β ά ρ ω μ ο ς και β α ρ ύ μ ι τ ον συναντώνται αντί του βάρβιτον.
Στον Αθήναιο διαβάζουμε: και γαρ βάρβιτος η βάρμος. Η λέξη βαρύμιτον προέρχεται από το βαρύς (χαμηλός) και μίτος (χορδή).
Κατά τον Πολυδεύκη:
Των μεν κρουομένων είη άν λύρα, κιθάρα, βάρβιτον. Το δ’ αυτό και βαρύμιτον ( [Τα ονόματα] των εγχόρδων οργάνων είναι λύρα, κιθάρα, βάρβιτον΄ Το ίδιο και βαρύμιτον .
Για την έκφραση « παίζω το (τη) βάρβιτο χρησιμοποιούσαν το ρήμα β α ρ β ι τ ί ζ ω.
Ο Εκτελεστής του βαρβίτου λεγόταν β α ρ β ι τ ι σ τ ή ς , και ο τραγουδιστής, που συνόδευε ο ίδιος το τραγούδι του στο βάρβιτο, β α ρ β ι τ ω δ ό ς.
Η οικογένεια της λύρας και της κιθάρας, στην οποία ανήκαν η φ ό ρ μ ι γ ξ , η κ ί θ α ρ ι ς , και η βάρβιτος. Τα όργανα αυτά είχαν χορδές ίσες περίπου στο μήκος, αλλά διαφορετικές στο πάχος υποτίθεται σε πάχος, όγκο και ένταση και ιέφεραν ελαφρά μεταξύ τους ως προς την έκταση του ύψους, την κατασκευή του ηχείου κτλ., παίζονταν δε είτε με τα δάχτυλα, είτε με τη βοήθεια ενός πλήκτρου.''
http://enterbrussels.eu/index.php?o...1:l-r-&catid=66:2009-12-01-15-35-12&Itemid=70