Αναφορικά με τη βάση του Β΄ήχου: στο Χρύσανθο αναφέρεται ο βου κι έπειτα ο Δι ή ο νη, ενώ ο Χουρμούζιος θεωρεί ως βάση τον Δι και δευτερευόντως τον βου και τον νη.
Σε σχέση με τη μεσότητα του δευτέρου που ανέφερες, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: ο Β΄ήχος όταν καταλήγει στον βου θεωρείται μέσος.
"Εάν πρόκειται για ομοία διφωνία": δε λέω ότι έτσι οδεύει ο Β΄ήχος, αλλά ότι έτσι θεωρούσαν οι τρεις εξηγητές ότι οδεύει. Το σκεπτικό μου στην προηγούμενη παρέμβασή μου έλεγε το εξής απλό: εφόσον ο Χουρμούζιος μετέφερε π.χ. αργά δοξαστικά του Ιακώβου με βάση άλλοτε τον βου και άλλοτε τον Δι, αλλά με τις ίδιες πάντα στερεότυπες θέσεις του δευτέρου στις καταλήξεις, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η εκτέλεση θα είναι σε κάθε περίπτωση ίδια και ότι, εφόσον είναι δεδομένο ότι με κάποιο τρόπο θα έλκεται ο πα από τον βου, έτσι εξίσου αυτονόητο είναι ότι η ίδια θέση τονισμένη στον Δι θα θέλει τον Γα με δίεση, μέσα στα πλαίσια της φυσιολογίας του ήχου.
Όσον αφορά στις έλξεις του κε και νη',ακόμα κι αν αφήσουμε την ομοία διφωνία των τριών υιοθετώντας τα της Πατριαρχικής επιτροπής, εφόσον ο Β' ήχος ακολουθεί τον τροχό- πεντάχορδο σύστημα, κάθε αργή θέση του παπαδικού μέλους που περιστρέφεται γύρω από τον Δι και θέλει ενίοτε τον Γα ελαφρώς με δίεση, εάν μεταφερθεί στο τετράχορδο άνω πα'- άνω Δι' θα θέλει τον νη' με δίεση στον πα'. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πάμπολλες σε παπαδικά μέλη. Αναφέρω ενδεικτικά τη θέση στη λέξη "βιωτικήν" από το σύντομο χερουβικό του Φωκαέα και τη μελισματική γραμμή στη λέξη "τον Κύριον" από το αργό πασαπνοάριο του εωθινού ευαγγελίου-όχι των αίνων- Ιω. πρωτοψάλτου (εκδ. Γρηγορίου πρωτ.). Από την άλλη μεριά, έλξη του κε στον ζω σπάνια μπορεί να βρει κανείς-έχω υπόψη μου μόνο το δύναμις του Κρητός.
Τέλος, αναφορικά με την ταύτιση ή μη του δευτέρου και του πλαγίου του, μπορεί οι εξηγητές να έθεσαν παρόμοιες, παντως όχι όμοιες, μαρτυρίες (τη ίδια τακτική ακολούθησαν εξάλλου και με τις χρόες),δε μίλησαν ποτέ όμως για μία κλίμακα. Νομίζω ότι μπορούμε να βρούμε κάποια άκρη αν συνειδητοποιήσουμε ότι θεωρητικά οι ήχοι που εντάσσονται σε ένα γένος ανήκουν σε αυτό γιατί αξιοποιούν από κοινού την ίδια ή τις ίδιες κλίμακες. Έτσι λοιπόν, δύο είναι οι κλίμακες του χρωματικού γένους, η σκληρή και η μαλακή, τις οποίες εξίσου, από κοινού, ισότιμα αξιοποιούν οι δύο ήχοι που το συναποτελούν. Και η χρήση της μιας ή της άλλης κλίμακας εξαρτάται από τη μελωδική θέση που χρησιμοποιεί κάθε φορά καθένας από τους δύο ήχους στα διάφορα μέλη του (στα ειρμολογικά π.χ. μέλη όταν αξιοποιείται τετράχορδο με έμφαση στην κορυφή του χρησιμοποιείται η σκληρή χρωματική, ενώ αντίστοιχα, όταν αξιοποιείται τρίχορδο,η μαλακή.