Ἡ ἐπιλογὴ τῶν βιβλικῶν ᾠδῶν

MTheodorakis

Παλαιό Μέλος
ᾨδὲς εἶναι οἱ βιβλικοὶ ὕμνοι πέραν τῶν ψαλμῶν. Ἡ ἀρχαία ἐκκλησία ἔκρινε ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι περισσότερες σὲ ἔκταση οἱ ᾠδὲς ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ ὄρθρου.


Τὸ χφ. British Library Royal 1 D. VIII, ὁ Ἀλεξανδρινὸς κώδικας τῆς Ἁγίας Γραφῆς μεταξὺ τῶν ἐτῶν 400-440, μετὰ τοὺς ψαλμούς, παραθέτει δεκατέσσερεις ἀριθμημένες βιλικὲς ᾠδὲς στὰ φύλλα 565r-569v. Πρόκειται γιὰ τὶς σημερινὲς ᾠδὲς α’, β’, γ’, ε’, στ’, δ’, Ἐζεκία (Ἡσ. λη’ 10-20), Μανασσῆ, ζ’, η’, Θεοτόκου «Μεγαλύνει», «Νῦν ἀπολύεις», Ζαχαρία «Εὐλογητὸς Κύριος» καὶ Μεγάλη Δοξολογία (χωρὶς τρισάγιο, δὲν ὑπῆρχε τότε).


Τὸ χφ. Zurich Zentralbibliothek RP 1, τὸ ψαλτήριο τῆς Ζυρίχης στ’-ζ’ αἰ., μετὰ τοὺς ψαλμούς, παραθέτει δεκατέσσερεις ἀριθμημένες ᾠδὲς στὰ φύλλα 210r-223v. Λείπουν οἱ πέντε πρῶτες καὶ σώζονται οἱ σημερινὲς γ’, Θεοτόκου «Μεγαλύνει», Ἐζεκία, «Μανασσῆ υἱοῦ Ἐζεκίου», ζ’ σὲ δύο μέρη-ᾠδὲς (Δαν. γ’ Προσευχὴ Ἀζαρίου καὶ ὕμνος τῶν τριῶν 2-21 καὶ 28-33), η’, Ζαχαρία «Εὐλογητὸς Κύριος» καὶ Μεγάλη Δοξολογία ἡμιτελῆς.


Τὸ χφ. Moscow State Historical Museum 129, στουδιτικὸ ψαλτήριο Khludov περὶ τὸ ἔτος 850, μετὰ τοὺς ψαλμούς, παραθέτει δεκαπέντε ἀριθμημένες ᾠδὲς μὲ ᾀσματικὰ ἐφύμνια στὰ φύλλα 148v-164v. Πρόκειται γιὰ τὶς σημερινὲς α’, β’, γ’, δ’, ε’, στ’, Ἐζεκία, Μανασσῆ, ζ’, η’ σὲ δύο μέρη, Θεοτόκου «Μεγαλύνει», Ζαχαρία «Εὐλογητὸς Κύριος», «Νῦν ἀπολύεις», καὶ Μεγάλη Δοξολογία (μὲ τρισάγιο).


Ἄλλες λιγότερο σημαντικὲς ᾠδὲς εἰδικῶν περιστάσεων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι αὐτὲς τῆς Δεββώρας (Κριταὶ ε’ 1-30), τοῦ Τωβὶτ (Τωβὶτ ιγ’) τῆς Ἰουδίθ (Ἰουδὶθ ιστ’ 1-17), τοῦ Ἡσαΐα (Ἡσ. κε’1-5, κστ’ 1-9), ἐνῶ ᾠδὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἡ σύντομη τῆς Ἀποκάλυψης (ιε’ 3-4).


Οἱ ᾠδὲς τοῦ Ἐζεκία καὶ τοῦ Μανασσῆ χρησιμοποιοῦνταν στὸν ἐνοριακὸ ᾀσματικὸ ὄρθρο καὶ στὸ μοναχικὸ μεσονυκτικό. Ὁ δὲ τελικὸς «ὕμνος τοῦ δικαίου Συμεῶνος· Νῦν ἀπολύεις...» ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν δ’ αἰ. γιὰ τὴν κατάπαυση τοῦ ἑσπερινοῦ.


Ἡ συγκρότηση τῶν ἐννέα βιβλικῶν ᾠδῶν τοῦ ὄρθρου τοῦ Ὡρολογίου ἀνάγεται στὸ β’ ἥμισυ τοῦ ζ’ αἰ. μὲ τοὺς πρώτους κανόνες. Οἱ τρεῖς αὐτὲς τριᾶδες προτιμήθηκαν γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:


Ἡ α’ ᾠδή, τοῦ Μωυσῆ, βρίσκεται πάντοτε πρώτη, εἶναι αὐτὴ τοῦ ἑβραϊκοῦ πάσχα, τῆς ὑπερφυσικῆς διάβασης τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας καὶ εἶναι ἡ ἀρχαιότερη καὶ σημαντικότερη.


Ἡ β’ ᾠδή, ἐπίσης Μωσαϊκή, εἶναι πάντοτε δεύτερη καὶ ὑποχρεωτική, καθὼς «ἔγραψε Μωυσῆς τὴν ᾠδὴν ταύτην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ» (Δευτ. λβ’ 44) γιὰ ἔλεγχο καὶ ἐγρήγορση.


Μετὰ τὸν Μωυσῆ χρονικὰ ἕπεται ἡ γ’ ᾠδὴ τῆς προφήτιδας Ἄννας, ποὺ προφητεύει τὴν ἀνάσταση: «Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καὶ ἀνάγει» (Α’ Βασιλειῶν β’ 6).


Ἡ δ’ περιγράφει τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ, ἐν τῷ ἐγγίζειν τὰ ἔτη ἐπιγνωσθήσῃ, ἐν τῷ παρεῖναι τὸν καιρὸν ἀναδειχθήσῃ» (Ἀμβακοὺμ γ’ 2).


Ἡ ε’ εἶναι ἡ ὀρθρινή: «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρός σε, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. κστ’ 9).


Ἡ στ’ προφητεύει τὴν προσδοκώμενη ἐπ’ ἐσχάτων ἀνάσταση: «ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρὸς σὲ Κύριε ὁ Θεός μου» (Ἰων. β’ 7).


Ἡ ἐκλεκτὴ ζ’ ᾠδὴ τῶν τριῶν παιδιῶν, παραπέμπει στὴν ἁγία Τριάδα, ἐνῶ στὴν κάμινο ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 600 π.Χ. ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ («καὶ ἡ ὅρασις τοῦ τετάρτου ὁμοία υἱῷ Θεοῦ» (Δανιὴλ γ' Προσευχὴ τῶν τριῶν παίδων 25)) νὰ δροσίζει τὰ παιδιὰ προεικονίζοντας τὸ βάπτισμα. Ἡ λύτρωση τῶν εὐσεβῶν παιδιῶν ὑποδηλώνει καὶ τὴν νίκη τῆς πίστεως ἔν μέσῳ τῶν διωγμῶν. Τὸ ποσοστὸ τῶν Χριστιανών κατὰ τὸ ἔτος 350 ήταν 56,5% (Rodney Stark The Rise of Christianity (Princeton, 1996)). Ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἔγινε κατὰ τὰ ἔτη 303-313, ἐνῶ αὐτὸς τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου ἔγινε κατὰ τὰ ἔτη 362-363.


Ἡ ἐνθουσιώδης η’ ᾠδή, «τὸ εὐλογεῖτε», εἶναι ἀμιγῆς δοξολογία, παγκόσμιος ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τοὺς προγενέστερους ψαλμοὺς τῶν αἴνων. Ἡ πλάνη τῆς λατρείας τῆς φύσης μεταστέφεται σὲ λογικὴ λατρεία τοῦ ὕψιστου.


Στὶς ᾠδὲς δὲν γινόταν μετάνοιες, ὅπως γινόταν στὶς στάσεις τοῦ ψαλτηρίου, στὸ Ἀλληλούια. Ἡ η' ᾠδὴ τοῦ ὡρολογίου, «τὸ Εὐλογεῖτε», εἶναι μέγας ὕμνος, λατρεία χωρὶς προσκύνηση. Γιὰ τὴν ἀπαραίτητη προσκύνηση τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ τυπώθηκε τὸ λατρευτικὸ «Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον ὑμνοῦντες καὶ ὑπερυψοῦντες αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» στὴν ὁλοκλήρωση τῶν ᾠδῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πρὸ τοῦ τιμητικοῦ θεομητορικοῦ «Μεγαλύνει ...», τῆς Καινοδιαθηκικῆς θ' ᾠδῆς.


Στὸν χριστιανικὸ ὄρθρο ἁρμοδίως θεσπίστηκαν νὰ ψάλλονται καὶ ᾠδὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Προηγεῖται ἡ ᾠδὴ τῆς Θεοτόκου ὡς κυριώτερη καὶ προγενέστερη μὲ ἐφύμνιο «Τὴν Θεοτόκον ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν» (κατὰ τὸν ιγ’ αἰ. ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν εἱρμὸ «Τὴν τιμιωτέραν...») καὶ ἕπεται ἡ τοῦ Ζαχαρίου μὲ ἐφύμνιο «Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ» ἢ τροπάρια.
 
Top