Παρατηρώ -ή μάλλον από παλιά έχω παρατηρήσει- ότι υπάρχει μία σαφής υποτιμητική διάθεση των ψαλτών (έστω κάποιων) απέναντι στον πιο ιδιαίτερο μουσικό χρωματισμό των ύμνων ανάλογα με το νόημα λέξεων, φράσεων ή και συνολικά. Αυτό εντάσσεται σε μια επιχειρηματολογία όπως του αγαπητού Χρήστου Τσακίρογλου παραπάνω, ότι δηλαδή η υμνογραφία δεν έχει ανάγκη από τέτοια "στολίδια επιδερμικής συγκίνησης". Φυσικά όσα θα πω παρακάτω αφορούν την αισθητικά άρτια έκφανση αυτών των μουσικών φαινομένων και όχι τις αποτυχίες τους.
Θεωρώ ότι αυτή είναι μια μάλλον απλοϊκή προσέγγιση ενός πολύ πιο σύνθετου θέματος. Εάν κάποιος δεν εξετάσει και δεν γνωρίζει τις αισθητικές τάσεις και τα ανάλογα ρεύματα των διαφόρων εποχών δεν μπορεί να φτάσει στην κατανόηση φαινομένων παρόμοιων με αυτό που μας απασχολεί εδώ.
Εν ολίγοις, παρατηρούμε από τον 19ο αι. μία μεταβολή γενικά στην τέχνη, τη μουσική και την εκκλησιαστική μουσική και της ανατολής η οποία (μεταβολή) συνίσταται στην μετατόπιση της έμφασης και του ενδιαφέροντος από το απρόσωπο καθολικό στο προσωπικό ατομικό. Ο καλλιτέχνης με άλλα λόγια επιχειρεί πλέον να βάλει και τον εαυτό του μέσα στο έργο (του), το οποίο, βέβαια, συνεχίζει όπως πάντα να προορίζεται για την κοινότητα. Η διαφορά όμως σε σχέση με την κλασική αντίληψη είναι ότι εκεί (στον κλασικισμό, δηλαδή) ο δημιουργός ή/και ερμηνευτής οφείλει να εκφράσει τη συνισταμένη πρόσληψη της κοινότητας· με άλλα λόγια δεν έχει ιδιαίτερα περιθώρια προσωπικής έκφρασης. Αυτή η αντίληψη εκφράζεται στη δυτική μουσική π.χ. με το μπαρόκ, όπου η συγκίνηση μεταδίδεται μέσω της δυναμικής του ίδιου του γενικού νοήματος του έργου, των κοινών εκφραστικών του τόπων που υποδηλώνουν ακριβώς την οικειότητά του με το κοινό του και των στέρεων δομών του που καθιστούν την πρόσληψη των έργων αυτών περισσότερο εγκεφαλική. Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά τα συναντάμε εμείς π.χ. στο έργο του Πέτρου Λαμπαδαρίου, τουλάχιστον σε ένα μέρος του. Απόδειξη είναι ότι αυτή η μουσική στερείται δραματικά απ' αυτό που θα ονομάζαμε "εξάρσεις", είναι με άλλα λόγια δομημένη έτσι που σχεδόν αποκλείει το στοιχείο τής έκπληξης.
Όταν όμως έρχεται η νεωτερικότητα στην τέχνη που εκφράζεται με τον ρομαντισμό, εμφανίζεται η τάση να βγουν οι άνθρωποι από αυτές τις σφιχτές, απρόσωπες, δύσκαμπτες και κάπως "ασυγκίνητες" φόρμες τού κλασικισμού. Η τάση αυτή γενικεύται και στην ανατολή, με τη διαφορά βέβαια -και αυτό είναι ίσως το πρόβλημα- ότι εμείς δεν δημιουργούμε πλέον πρωτότυπα έργα, αλλά επανεπεξεργαζόμαστε στα παλιά. Διαφαίνεται λοιπόν εδώ και η σύγκρουση των δύο "σχολών" πάνω στο ίδιο ποιητικό αντικείμενο, την υμνογραφία.
Κατά τη γνώμη μου, το να εκφραζόμαστε υποτιμητικά απέναντι στη μια ή την άλλη προσέγγιση δείχνει ανωριμότητα. Και τα δύο αυτά μοντέλα προέκυψαν από τις εκφραστικές ανάγκες τής εκάστοτε εποχής. Ούτε μπορούμε να ισχυριστούμε -αυτό δα έλειπε- ότι ο Πέτρος "άκουγε" αυτό που "άκουγε" ο Δαμασκηνός ή ο Κοσμάς ή η Κασσία όταν έγραφαν μουσική για τους ύμνους τους, 10 αιώνες πριν. Άρα και του Πέτρου η προσέγγιση δεν μπορεί να διεκδικήσει κατ' ανάγκην δάφνες μεγαλύτερης "γνησιότητας", έστω και αισθητικής. Επίσης, η δαιμονοποίηση του συναισθήματος και της συγκίνησης είναι άλλο ένα ακατανόητο ψαλτικό σύμπτωμα. Η μουσική έχει σκοπό τη δημιουργία συναισθημάτων πρωτίστως και δευτερευόντως στοχασμών στον ακροατή· και η εκκλησιαστική μουσική τα εντάσσει αυτά σε ένα πλαίσιο προσευχής και κοινής λατρείας. Δεν το λέω εγώ· ο Χρύσανθος το λέει στο θεωρητικό του: "Τέλειος δὲ Μουσικὸς λέγεται, ὅποιος δύναται μὲν νὰ ψάλλῃ, προξενῶν ἢ τέρψιν, ὴ θλίψιν, ἢ ἐνθουσιασμόν, ἢ χαύνωσιν, ἢ ἐξόρμησιν, ἢ θάρσος, ἢ δέος, ἢ κανένα ἀπὸ τὰ λοιπά, ἅ τινα δύνανται νὰ κινῶσι τὴν ψυχὴν εἰς κᾀνένα πάθος" (Μέγα Θεωρητικό, παρ. 8, η υπογράμμιση δική μου).