Το ράσο και η ιστορία του (του Πρωτοπρεσβύτερου και τ. Λυκειάρχη Ευάγγελου Σκορδά)
Το ράσο είναι ένα ένδυμα που διαμορφώθηκε σαν κοσμικό ένδυμα στο Βυζάντιο από τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Προέρχεται από το Βυζαντινό Κολόβιο ή Καββάδιο. Η λέξη προέρχεται απ
ό το λατινικό rasum, που σημαίνει ένδυμα μή χνουδωτό, το λείο, και τέτοια ενδύματα ήσαν τα μεταξωτά.
Το ένδυμα αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία. Ο Χριστός, οι Απόστολοι και γενικά οι κληρικοί μέχρι τον 4ον αιώνα φορούσαν τα ίδια ενδύματα με τους λαϊκούς, χωρίς καμιά διάκριση.
Από τον 4ο αιώνα, με την επίδραση του μοναχισμού στη ζωή της Εκκλησίας, αρχίζει η διάκριση της ενδυμασίας των κληρικών, που συνίστατο στο μαύρο χρώμα, δηλαδή οι κληρικοί φορούσαν τα ίδια ρούχα με τους λαϊκούς, που διέφεραν μόνο ως προς τον χρωματισμό. Και αυτό πάλι δεν ήταν απόλυτο, γιατί έχουμε μαρτυρίες πως οι κληρικοί φορούσαν και λευκά ή φαιά ενδύματα. Οι ιστορικοί και λαογράφοι, Βερναδάκης και Κουκουλές, μας δίνουν πολλές τέτοιες πληροφορίες.
Από την εποχή του Ιουστινιανού, με την ανακάλυψη της μέταξας, δημιουργούνται πολυτελή και παράξενα ενδύματα, τα οποία Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι τα απαγόρευαν για τους κληρικούς, τους οποίους περιόρισαν να φορούν τα ίδια ενδύματα με τους λαϊκούς, αλλά με απλή και σεμνή εμφάνιση. Αυτό είναι το νόημα του 27ου Κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου και του 16ου κανόνα της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Είναι άξιο πολλής απορίας, ότι οι υπέρμαχοι του ράσου θέλουν να στηρίξουν την παρουσία του σ' αυτούς τους Κανόνες, οι οποίοι ουδόλως ομιλούν περί ράσου, αλλά περί επιδεικτικών πολυτελών ενδυμάτων, τα οποία πάλι μπήκαν στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας ως ιερά άμφια.
Αν όμως το ράσο, προερχόμενο από το βυζαντινό καββάδιο, με πλατιές χειρίδες, δηλαδή με φαρδιά μανίκια, προτιμήθηκε από τους μοναχούς, οι κοσμικοί κληρικοί, δηλαδή οι έγγαμοι εφημέριοι, εξακολουθούσαν να φορούν τα κοινά ενδύματα της εποχής τους με την απλούστερη μορφή τους. Το Ευχολόγιο του Goar μας δίνει την πληροφορία, ότι οι έγγαμοι κληρικοί μετά την Θ. Λειτουργία απέβαλον το ιερατικό άμφιο και ντυνόντουσαν "communibus vestibus" δηλαδή κοινά ενδύματα. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός, ότι στη Γαλατία τον 5ο αιώνα, οι Επίσκοποι φόρεσαν διακριτικό ένδυμα, "vetement distinctif" για το οποίο ο πάπας Καιλεστίνος τους κατηγόρησε και τόνισε, ότι, εάν χρειάζεται να διακρίνονται οι Επίσκοποι, η διάκριση να είναι η διδασκαλία και όχι η ενδυμασία.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Τα πολυτελή βυζαντινά ενδύματα, όπως το Καββάδιο ή Κοφτάνιο, τα παρέλαβαν και οι επίσημοι Τούρκοι. Το ράσο και το εσώρασο παρέμειναν βασική καλογερική ενδυμασία.
Από τον ΙΗ' αιώνα και μάλιστα από της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) με την ανάδειξη των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, αναζεί και η λαμπρότητα της βυζαντινής αυλής. Έτσι, πολλοί κληρικοί, ιδίως Αρχιερείς, φορούν διάφορα πολύτιμα και βαρύτιμα ενδύματα με κεντητά και διάφορα χρυσά κοσμήματα και αλυσίδες.
Ως αντίδραση σ' αυτή την κατάσταση παρουσιάστηκε η κίνηση του Νεοφύτου Δούκα, ο οποίος, πρός τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ' συνιστούσε την επιβολή του ράσου για όλους τους Έλληνες Ορθόδοξους Κληρικούς.
Ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, το 1815, κληρικός "διαπρεπέστατος και ελλογιμώτατος", αντέδρασε σ' αυτή την πρόταση του Νεοφύτου Δούκα, και θεωρεί την εισαγωγή του ράσου ως μεταρρύθμιση. Ομιλεί δε "περί εθνικής ενδυμασίας", την οποία φορούσαν κατά τόπους οι κληρικοί. Ποιά ήταν αυτή η εθνική ενδυμασία, για την οποία κάνει λόγο ο Ιγνάτιος; Είναι η βράκα, η φουστανέλλα και το φέσι, χαρακτηρισθέντα ως εθνικά, (Παπαφλέσας, Διάκος Αθ.) εν αντιθέσει προς τα στενά φραγκικά ενδύματα.
Πολεμιστές του 1912 μας πληροφόρησαν, ότι, στη Δ. Μακεδονία φορούσαν οι ιερείς σιγγούνια, κοντογούνια. Και εγώ ενθυμούμαι από την παιδική μου ηλικία Ιερείς της Δ. Μακεδονίας με σιγγούνια. Χαρακτηριστική είναι η Εγκύκλιος του Μητροπολίτη Κοζάνης Φωτίου προς τους ιερείς της επαρχίας του το 1915, στην οποία συνιστά "οι ευλαβεστάτοι ιερείς να μη κατέρχωνται εις τας πόλεις με το ένδυμα της καθημερινής εργασίας".
Οι μοναχοί όμως, είχαν ομοιόμορφη ενδυμασία, ήτοι τη ρασοφορία. Οι έγγαμοι όμως κληρικοί δεν είχαν εξαρχής τέτοια παράδοση.
Επειδή όμως οι γραμματισμένοι Κληρικοί τότε προέρχονταν από τον μοναχικό κόσμο, η ενδυμασία και το πνεύμα των καλογήρων επιβλήθηκε σ' ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας.
Έτσι, μετά την απελευθέρωση, η τότε Ιερά Σύνοδος με την υπ' αριθμόν 4 821/28 Μαΐου 1855 Εγκύκλιο της, επέβαλε, χάριν ομοιομορφίας προς τους Καλογήρους τη σημερινή ενδυμασία για όλους τους κληρικούς...Βέβαια, όπως παρατηρεί ο αοίδιμος Περιστερίου Αλέξανδρος, η Σύνοδος δεν κάνει ούτε νύξη για ράσα και αντεριά "παρεκτός, του να φορούν του λοιπού, ενδύματα εκ μέλανος ή άλλου σεμνού και βαθύχροου χρώματος". Εν πάση περιπτώσει, η σημερινή ενδυμασία των κληρικών έχει ιστορία μόλις 137 ετών!
Αντί για δικές μας κρίσεις, αναφέρουμε την απόφαση του Πανορθοδόξου Συνεδρίου Κωνσταντινουπόλεως (Μάιος - Ιούνιος 1923): "Η εξωτερική περιβολή του κλήρου ως έχει σήμερον, ουδέν έχει το κοινόν ούτε προς την ουσίαν της ιερωσύνης, ούτε προς την αρχαίαν πράξιν της Εκκλησίας, αλλά είναι αποτέλεσμα μακράς εξελίξεως και ποικίλων παραγόντων. Το κομάν επί αιώνας, ανοίκειον τω κλήρω, εισήχθη όμως και επεκράτησεν εν τη Εκκλησία συν τω χρόνω".
Καμιά σχέση δεν έχει το ράσο και το εσώρασο με την πίστη, ούτε με τη σωστά νοουμένη παράδοση.
Ο αοίδιμος Περιστερίου Αλέξανδρος στον επίλογο του βιβλίου του "Η εξωτερική Περιβολή του Ορθοδόξου Κληρικού", γράφει: "Ο Έγγαμος εφημεριακός κλήρος να μη εμποδίζεται να κάνει ελεύθερη χρήση ράσου και κοστουμιού εκτός Ιερατικών καθηκόντων. Μια τέτοια λύση είναι επιβεβλημένη. Έτσι και τα παράπονα της καταπίεσης και οι αιτίες και οι προφάσεις εκείνων που θέλουν να ιερωθούν θα λείψουν, χωρίς την υποχρέωση της ρασοφορίας παντού και πάντοτε, κάτι που δύσκολα συμβιβάζεται με τον οικογενειάρχη-εφημέριο.
Η μελέτη τούτη δίνει την αφορμή και την ευκαιρία για διάλογο. Ας διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους οι μη συμφωνούντες κι ας τις στηρίξουν σε ιστορικά και πραγματικά τεκμήρια για ένα γόνιμο διάλογο. Ή ας πουν, γιατί πρέπει να διαιωνίζεται κάτι έξω από την ιστορία και την εκκλησιαστική παράδοση.
Και ο αοίδιμος Μητροπολίτης Σιατίστης Πολύκαρπος, το 1968 εισηγήθηκε την τροποποίηση της σημερινής αμφιέσεως των κληρικών.
Εμείς στη μελέτη μας "Η ιστορική Εξέλιξη της Ενδυμασίας των Ορθοδόξων Κληρικών, Αθήναι 1971", η οποία έτυχε, μεταξύ πολλών άλλων, θερμών επαίνων και του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, διατυπώνουμε τη θέση, ότι η κατάργηση της σημερινής αμφιέσεως των κληρικών δεν είναι εύκολο να γίνει απότομα. Χρειάζεται σοβαρή διαφώτιση του ελληνικού λαού. Θα μπορούσε ίσως, με μια σαφή αντίληψη του θέματος από την Ι. Σύνοδο, να μείνει το ράσο ως επίσημο ένδυμα των κληρικών, στις μεγάλες γιορτές και στις επίσημες εμφανίσεις. Το σημερινό αντερί, τροποποιημένο να μείνει καθημερινό ένδυμα, τουλάχιστον για τους έγγαμους εφημέριους. Οι ιερομόναχοι ας το διατηρήσουν το ράσο. Άλλωστε αποκλειστικά δικό τους είναι, αφού από αυτούς προήλθε.
Έτσι θα σταματήσει, και η επιμονή ορισμένων, να φορούν οι εφημέριοι παντού και πάντοτε και με καύσωνα 40 βαθμών το ράσο, επιμονή που προκαλεί την ιλαρότητα του λαού και αφορμή δυσμενών σχολίων.
ΚΑΙ ΑΣ ΕΛΘΟΥΜΕ ΣΤΟ ΚΑΛΥΜΜΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι κληρικοί φορούσαν χωρίς καμιά διάκριση ένα από τα καπέλα της εποχής ή άφηναν την κεφαλή τους ακάλυπτη, όπως δείχνουν τα αρχαία μνημεία.
Οι μοναχοί φορούσαν το κουκούλιο. Από το συνδυασμό της ασιατικής φακεωλίδας και του κουκουλίου προήλθε το επανωκαλύμαυχο ή επιρριπτάριο των αγάμων κληρικών.
Στους βυζαντινούς χρόνους οι κληρικοί φορούσαν αδιάφορα ένα από τα καπέλα της εποχής και ιδιαίτερα οι ανώτεροι προτιμούσαν τον πέτασσο ή σκιάδιο, που ήταν κάλυμμα της κεφαλής και των κοσμικών αρχόντων. Παράλληλα υπήρχε και ο κυλινδροειδής και ο σφαιροειδής πίλος. Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος στην ιστορία του για τη Σύνοδο της Φλωρεντίας αναφέρει, ότι, οι Ανατολικοί κληρικοί φορούσαν σκιάδια, όπως και ο Αυτοκράτορας. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ φορούσε σκιάδιο. Η σκιαδοφορία των Ανατολικών Κληρικών μαρτυρείται από ανάγλυφα του Αγ. Πέτρου.
Οι Πατριάρχες κατά την Τουρκοκρατία εξακολουθούσαν να σκιαδοφορούν μέχρι το 1669. Ο Μωάμεθ ο κατακτητής, στον Γεννάδειο Σχολάριο, όπως μας πληροφορεί ο Γ. Φραντζής, μεταξύ των δώρων που του έδωσε, ήταν και το σκιάδιο. Το 1669, ο Σουλτάνος στον Πατριάρχη Μεθόδιο, αντί να δώσει σκιάδιο, για να τον ταπεινώσει του έδωσε κόκκινο καλπάκι. Την πληροφορία αυτή μας την δίνει ο Μελέτιος Πηγάς στην Εκκλησιαστική του Ιστορία και ο Δοσίθεος στη Δωδεκάβιβλό του. Από τότε σταμάτησε οι κληρικοί να σκιαδοφορούν και το σκιάδιο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα Επτάνησα, τα οποία δεν βρέθηκαν κάτω από την Τουρκική κυριαρχία. Ο Σουλτάνος ήθελε να μεγενθύνει το χάσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και με την αμφίεση των κληρικών.
Από τον 18ο αιώνα οι Επίσκοποι προτιμούν το σφαιροειδές κάλυμμα της κεφαλής, το οποίο φορούσαν ιδιαίτερα οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Ο Νεόφυτος Δούκας τους κατηγορεί ως, "τιαροφόρους Μήδας".
Αυτό το σφαιροειδές κάλυμμα αργότερα αποτέλεσε το γείσο του σημερινού καλυμμαυχίου. Από τους Επισκόπους το κάλυμμα αυτό της κεφαλής μεταδόθηκε σ' όλους τους ιερείς και στους έγγαμους. Έτσι έχουμε πληροφορίες, ότι έγγαμοι κληρικοί φορούσαν φουστανέλλα ή βράκα και στο κεφάλι καλυμμαύχι. Φαίνεται όμως, ότι οι έγγαμοι κληρικοί εύκολα δεν το δέχτηκαν αυτό το παράξενο κάλυμμα της κεφαλής και μερικοί Επίσκοποι έφτασαν μέχρι αφορισμού για να τους πείσουν.Το καλυμμαύχι ομολογουμένως και αντιαισθητικό είναι καί πρακτικά άχρηστο. Ο Κων. Καλλίνικος γράφει ότι "αποπνέει γενιτσαρικήν ευαισθησίαν". Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, γράφει: "Εισέρχεται ο κληρικός εις τον ναόν χωρίς να αποκαλυφθεί, ασπάζεται τας εικόνας, θυμιά, ευλογεί, λέγει πολλάκις το Ευαγγέλιον ή ακροάται αυτού έχων εις την κεφαλήν καρφωμένος το παράδοξον κάλυμμα (το καλυμμαύχιον) όπερ οι προ ολίγων ακόμη δεκαετιών πατέρες ημών ηγνόουν" (Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Βιβλίον Εκατονταετηρίς, Εκκλησ. Κήρυξ, έτος Ε' Λάρναξ 1915, σελίς 294).
Τα άμφια.
Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Ἕνα ἄλλο θέμα τό ὁποῖο συνάπτεται μέ τά ἱερά ἄμφια εἶναι ἡ πολυτέλεια τῶν ἀμφίων αὐτῶν καί ἐδῶ στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὑπάρχουν διαφέρουσες ἀπόψεις.
Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι τά ἱερά ἄμφια θά πρέπει νά εἶναι ἁπλά, νά εἶναι λιτά, νά μήν ἔχουν καμία σχέση μέ τήν πολυτέλεια. Μάλιστα στό σημεῖο αὐτό ἐπικαλοῦνται καί τόν ΚΖ´ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Θέλω νά κάνω τήν διευκρίνιση παρά τό ὅτι δέν τοποθετοῦμαι ἀπέναντι στό πρόβλημα, ὅτι ὁ ΚΖ´ Ἱερός Κανών δέν ἀναφέρεται στά ἄμφια ἀλλά στήν καθημερινή ἐνδυμασία τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, ἡ ὁποία, ὅπως λέγει ὁ Κανών, δέν πρέπει νά ἔχει τίποτε τό πολυτελές καί ἐξηζητημένο. Δηλαδή τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν εἰδικές ἀμφιέσεις γιά τούς κληρικούς. Ὑπῆρχε ἡ καθιερωμένη γιά ὅλο τόν κόσμο καί ἐπειδή φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν περιστατικά κατά τά ὁποῖα ὁρισμένοι κληρικοί μιμοῦνταν τούς κοσμικούς στήν πολυτέλεια εἴτε τῶν ὑφασμάτων εἴτε τῶν χρωμάτων τῆς καθημερινῆς τους ἐνδυμασίας, ὁ Ἱερός Κανών ἔρχε-ται καί ἐπιβάλλει στούς κληρικούς νά εἶναι σεμνοί στήν ἐνδυμασία τους. Ἀλλά, ἐπαναλαμβάνω, στήν καθημερινή τους ἐνδυμασία. Ὁ Κανών ἀναφέρεται στό ράσο καί ὄχι στό ἄμφιο. Τό λέγω, γιατί πολλές φορές χρησιμοποιεῖται ὁ Κανών αὐτός γιά νά πολεμηθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι μερικά ἄμφια εἶναι πολυτελῆ καί ἑπομένως ὁ Ἱερός Κανών τά ἀπαγορεύει.
Ὑπάρχουν καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι εἶναι τεταγμένοι ὑπέρ τῶν πολυτελῶν ἀμφίων καί βέβαια καί αὐτοί, ὑποθέτω, ἔχουν τούς λόγους των, διότι πράγματι μέσα στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας προσφέρουμε ὅ,τι ἱερότερο, καλύτερο, ὀμορφότερο καί ἀρτιότερο ὑπάρχει, διότι λατρεύουμε τόν Θεό ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας.
Γι' αὐτό ἄλλωστε, εἶναι γνωστό ἀπό τήν Παράδοση καί στά περασμένα χρόνια ὅτι οἱ παλαιότεροι πατέρες μας, καί αὐτοί ἀκόμη πού ἀσκήτευαν στό Ἅγιο Ὄρος, εἶχαν παρά ταῦτα τέτοια πολυτελῆ ἄμφια, τά ὁποῖα βλέπουμε νά ὑπάρχουν σήμερα στά μοναστήρια ἤ νά ὑπάρχουν στά μνημεῖα.
Ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές τέχνες ὁδηγοῦσε στήν προαγωγή τοῦ πολιτισμοῦ μας. Γι' αὐτό οἱ Ἱεροί Ναοί καί τά ψηφιδωτά, οἱ Ἁγιογραφίες, πού ἐντάσσονται στίς λειτουργικές τέχνες, ἦταν ὅ,τι καλύτερο εἶχε νά ἐπιδείξει ἡ κάθε ἐποχή.
Πρέπει, γιά νά εἶμαι δίκαιος, νά ἐπαναλάβω ὅτι στό σημεῖο αὐτό διχάζονται οἱ ἀπόψεις καί θά σᾶς διαβάσω δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες ἀπόψεις πού ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπό δύο σημαντικούς Ἱεράρχες. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀείμνηστος Χαλκηδόνος Μελίτων, καί ὁ ἄλλος ὁ ἀείμνηστος Κοζάνης Διονύσιος.
Ἄς ἀκούσουμε τήν ἄποψη τοῦ Μητροπολίτου Μελίτωνος, ὁ ὁποῖος λέγει σέ κάποιο λόγο του: "Διά τοῦτο ναί μέν διά τήν μεγάλην λειτουργικήν παράδοσιν τῆς Πόλεως ταύτης (ἐννοεῖ τῆς Κωνσταντινουπόλεως) ἐπιμελούμεθα ἐδῶ τῆς λαμπρότητος τῆς λειτουργικῆς ἀρχιερατικῆς ἀμφιέσεως, ἀλλ' ὅμως δέν προσηλούμεθα εἰς τήν λάμψιν της, διότι ἐν συνεπείᾳ πνευματικῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας γνωρίζομεν ὅτι ἡ οὕτως ἀλήθεια καί τῷ ὄντως κτῆμα τοῦ ἐπισκόπου καί παντός κληρικοῦ εἶναι τό κατασάρκιον μέλαν τριβώνιον, ὅλα τά ἄλλα λάμποντα ἀρχιερατικά ἄμφια εἶναι τά ἱερά σύμβολα τῆς δόξης τοῦ Ἀναστάντος Βασιλέως Χριστοῦ τῇ προαγγελίᾳ τῶν ἐσχάτων τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου παρουσίας Του, ἡμεῖς δέ φορεῖς καί κήρυκες τῶν συμβόλων καί τῶν ἀληθειῶν των".
Ὁ δέ ἀείμνηστος Κοζάνης Διονύσιος ἔλεγε στό ὑπόμνημά του περί τῆς Θείας Λατρείας, πού ἀπηύθυνε πρός ὅλους τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στίς 10 Αὐγούστου 1985: "Ἡ ἐποχή μας δέν σηκώνει προκλήσεις, οἱ ἄνθρωποι κουράστηκαν καί δέν ἔχουν ποτέ ἐμπιστοσύνη στίς φανταχτερές τους πλούσιες ἐμφανίσεις. Ἡ ἱερατική λοιπόν ἀμφίεση καί μάλιστα τῶν Ἐπισκόπων πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν φόρτο τῆς Βυζαντινῆς Βασιλικῆς μεγαλοπρέπειας καί πολυτέλειας. Οἱ βαριές καί χρυσές στολές ἄς μείνουν στίς ἱματιοθῆκες καί τό κειμηλιαρχεῖα τῶν Ἐκκλησιῶν μας καί ἄς φορέσουμε σεμνά καί ἱεροπρεπῆ ἄμφια πού δέν προκαλοῦν καί δέν σκανδαλίζουν προπάντων, ἄς ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά βαριά καί σαμαροειδῆ ρωσικά ἄμφια, τίς χρυσές καί πολύχρωμες στολές καί τά διάφορα σιδερικά σέ πατερίτσες, δικεροτρίκερα καί σταυρούς εὐλογίας. Ὅλα αὐτά δέν προσθέτουν τίποτε στήν θεία Λατρεία, ἀλλά ἀντίθετα πάρα πολύ ζημιώνουν γιατί πάντα ὁ ἐξωτερικός ὄγκος εἶναι σέ βάρος τίς οὐσίας. Ὄχι μόνο πρέπει νά συνηθίσουμε, ἀλλά πρέπει καί νά ντρεπόμαστε νά φορᾶμε πολλά χρυσά ὅταν λειτουργοῦμε. Ἡ προσωπική πεῖρα πρέπει νά μᾶς διδάξει ὅτι καταντᾶ νά μήν λειτουργοῦμε, ἀλλά νά ἔχουμε τόν νοῦ μας στά ἄμφια καί νά προσέχουμε πῶς θά βιδωθεῖ ἡ πατερίτσα καί μήπως πέσουν καί σπάσουν τά δικεροτρίκερα. Ὅλα αὐτά νά λείψουν, νά μείνουμε ἐλεύθεροι καί ἀπερίσπαστοι γιά νά τελέσουμε τήν Θ. Λειτουργία ὡς ἱερεῖς καί ὄχι ὡς στολισμένοι μέ ξένα ἄμφια καί διαδήματα καί παριστάνοντες τούς Βασιλεῖς".